Για το μυθιστόρημα του Τζον Γουίλιαμς Ο Στόουνερ (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Gutenberg).Του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη
Αυτοί που ξέρουνε ν' ακούν τη χλόη να βλασταίνει, γνωρίζουν καλά και τι σημαίνει το βουητό του καταρράκτη του χρόνου, τι σημαίνει αδυσώπητο κύλισμα των δευτερολέπτων. Και αυτοί ακριβώς, είτε ρητά είτε υπόρρητα, καταφάσκουν, λένε το περίφημο yes, yes, yes στη ζωή. Άλλοτε το κάνουν με συγκρούσεις μετωπικές και άλλοτε πλαγιοκοπώντας, πάντως εμμένουν στις εμμονές τους και άλλο δεν τους ενδιαφέρει πέρα από το να προσκυνούν τις προσηλώσεις τους. Μπορεί να μένουν στη σκιά, μπορεί να μη φωνασκούν και να μη διαλαλούν καμία πραμάτεια, μπορεί να μοιάζουν ακόμα και υποτονικοί, αλλά αυτοί είναι εντέλει οι αληθινοί κινητήρες της κοινωνίας, οι γνήσιοι αναρχικοί φιλόσοφοι, οι έστω με σιγαστήρα, με σουρντίνα, τελάληδες του Απόλυτου. Ένας βίος που δεν θα τον ζήλευε κανείς, μια σταδιοδρομία που δεν έχει την παραμικρή λάμψη, ένας αγρόσυρτος περίπατος κάτω από έναν φαιό ουρανό που διαρκεί εξήντα πέντε χρόνια, μια οικογενειακή ζωή κάτω του μετρίου, ένας έρωτας προορισμένος να ναυαγήσει, καμία εκτίναξη πάθους: αυτή είναι η επιφάνεια, αυτό είναι ό,τι βλέπει κανείς – ή, μάλλον, αυτό που ο ήρωας, ο Στόουνερ, θέλει να βλέπουν οι πάντες...
Τέτοιος ήρωας είναι ο Γουίλιαμ Στόουνερ, ο κεντρικός χαρακτήρας του φαινομενικά λιτού μυθιστορήματος του Τζον Γουίλιαμς (John Williams, 29.08.1922-03.03.1994) με τον λίαν λιτό τίτλο Ο Στόουνερ (Stoner). Ένας βίος που δεν θα τον ζήλευε κανείς, μια σταδιοδρομία που δεν έχει την παραμικρή λάμψη, ένας αγρόσυρτος περίπατος κάτω από έναν φαιό ουρανό που διαρκεί εξήντα πέντε χρόνια, μια οικογενειακή ζωή κάτω του μετρίου, ένας έρωτας προορισμένος να ναυαγήσει, καμία εκτίναξη πάθους: αυτή είναι η επιφάνεια, αυτό είναι ό,τι βλέπει κανείς – ή, μάλλον, αυτό που ο ήρωας, ο Στόουνερ, θέλει να βλέπουν οι πάντες ώστε να μπορεί ο ίδιος να μένει πεισματικά προσηλωμένος στην πορεία του. Η οποία πορεία έχει να κάνει φαινομενικά (επιμένω στο: φαινομενικά, όπως βλέπετε – και θα συνεχίσω να επιμένω όσο γραφω και μιλάω γι᾽ αυτό το αριστούργημα της λογοτεχνίας) με τη γεωπονία και την κτηνοτροφία αρχικά, με την κατανόηση του θαύματος της λογοτεχνίας λίγο αργότερα, με τη διδασκαλία εν συνεχεία, με τον άρτιο οικογενειακό βίο κατόπιν, με τον έκνομο παραβατικό έρωτα μετά, και με το αργό σβήσιμο της ζωής στο τέλος.
Ο Γουίλιαμ Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς είναι ένας ήπιος, φαινομενικά, αντάρτης μέσα σε μια κοινωνία που οδηγεί τους αντάρτες στον θορυβώδη όλεθρο. Το ξέρει, το έχει συνειδητοποιήσει, και προσέρχεται στη σκακιέρα των ημερών και των νυχτών, με μια βαθιά γνώση του παιχνιδιού – τόσο βαθιά ώστε να μην την αντιλαμβάνεται σχεδόν κανείς. «Σαχ και ματ κάνει πάντοτε η πραγματικότητα» έλεγε ο ποιητής Νίκος Καρούζος, αφού είχε ήδη πει «Η ζωή είναι ένα καθαρματικό φαινόμενο». Ο Γουίλιαμ Στόουνερ του Τζον Γουίλιαμς γνωρίζει την άτεγκτη αλήθεια αυτών των φθεγμάτων, και παίζει πιο στρατηγικά από σχεδόν κάθε άλλον το παιχνίδι. Και, παρά το φαινομενικά άδοξο πικρό του τέλος, έχει κερδίσει την παρτίδα, κάθε παρτίδα Πώς γίνεται αυτό; Γίνεται όταν γίνεσαι συστηματικός και μεθοδικός λάτρης της ζωής δίχως να το κάνεις θέμα, δίχως τηλεβόα. Γίνεται όταν την κρίσιμη στιγμή παίρνεις την κρίσιμη απόφαση – «Από εδώ όπου είμαστε, να πάμε εκεί όπου βρίσκεται η Απόφαση» έλεγε σοφά ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν. Γίνεται όταν είσαι αγύριστο κεφάλι, δίχως να το παίρνει είδηση κανείς. Γίνεται όταν αντί για το μανιφέστο και την προκήρυξη, προτιμάς το μειλίχιο μίλημα και τη χαμηλότονη υπαινικτική ποίηση. Γίνεται όταν ακούς το 73ο σονέτο ενός άλλου Γουίλιαμ, του Σαίξπηρ, και αθόρυβα επιλέγεις να εγκαταλείψεις τις αναγκαίες σπουδές στη γεωπονική για να εντρυφήσεις στη λογοτεχνία, όπως ακριβώς κάνει ο Γουίλιαμ Στόουνερ. Γίνεται όταν ακούς με προσοχή τα επιχειρήματα των άλλων, τους αφήνεις να νομίζουν ότι σε έπεισαν, τους δίνεις φαινομενικά δίκιο και εκεί που δεν το περιμένουν κάνεις το δικό σου, δίχως να κοσμείς την απόφασή σου με κάποια φαινομενικά μεγαλειώδη απόφανση. Γίνεται όταν ξέρεις για καιρό να προετοιμάζεσαι έτσι ώστε όταν έρθει η στιγμή να είσαι στο ύψος των περιστάσεων – χωρίς, και πάλι, να το κάνεις θέμα, δίχως να το διαλαλείς. Ιδού: «Την αγάπη για τη λογοτεχνία, για τη γλώσσα, για το μυστήριο του νου και της καρδιάς, το πώς αποκαλύπτονται στους ασήμαντους, αλλόκοτους και απροσδόκητους συνδυασμούς γραμμάτων και λέξεων, τα τυπωμένα γράμματα, τόσο μαύρα, τόσο ψυχρά – την αγάπη που κρατούσε κρυμμένη σαν να ήταν παράνομη ή επικίνδυνη, άρχισε πια να τη δείχνει, στην αρχή διστακτικά, μετά τολμηρά, στο τέλος υπερήφανα»















