Ο Ανούιγ
βγάζει την Αντιγόνη απ’ τον αρχαιοελληνικό κόσμο και την τελετουργία και την
οδηγεί, ως σύμβολο της συνείδησης του 20ού αιώνα, στον σύγχρονο όπου οι θεοί έχουν εξαφανιστεί κι
οι ηγέτες έχουν τη δύναμη να ορίζουν και να χειραγωγούν τις μοίρες των
ανθρώπων. Το έργο δεν είναι παρά μια μεταφορά για τον άνθρωπο που στέκει
απέναντι στην παντοδύναμη εξουσία, απελπισμένος και αδύναμος αλλά και επίμονος
στις αντιστάσεις του.
Η ανυπότακτη
Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ επαναστατεί όχι απλώς ενάντια στην εξουσία αλλά ενάντια
στην κοινωνία. Δεν
αποδέχεται το κοινωνικό κατεστημένο με τους συμβιβασμούς και τη φθορά του -«σας
μισώ όλους», λέει. Δε θέλει να αποδεχτεί ότι
μεγαλώνοντας θα πρέπει να
ενταχθεί στην κοινωνία αυτή .
Η σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου,
η οποία υπογράφει και τη μουσική, μεταφέρει τη δράση σε έναν απροσδιόριστο χώρο
πολλαπλού εγκιβωτισμού, με ένα σκηνικό που εναρμονίζεται στο απαιτούμενο για την
παράσταση κλίμα παρακμής και σήψης.
Στην ουσία, τόσο η ευρηματική σκηνοθεσία όσο
και η σκηνογραφία χρησιμοποιούν αντικείμενα όπως τους ανεμιστήρες για να ανακυκλώνεται ο αέρας αλλά
δεν βρίσκει διέξοδο πουθενά προωθώντας μάλλον μια νοσηρή ατμόσφαιρα που
επικυρώνει το αναπόδραστο. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο έγκλειστο στο κουβούκλιο
του φύλακα, αναπτύσσει υποδηλωτικές σχέσεις με τον «χρόνο» και τον «τόπο».
Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη
και της Μαίρης Μαρμαρινού σχολιάζουν λεπτομερώς τις εκάστοτε
καταστάσεις στις οποίες ενέχεται το θεατρικό πρόσωπο. Σημειωτέον ότι το ηχητικό
περιβάλλον που δημιουργεί ο Κώστας Βόμβολος καθώς και οι
φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη υπογραμμίζουν τη μετάβαση από την
ανθρώπινη οντότητα στην «ινδαλματική» της υπόσταση.
Όλα τα πρόσωπα του έργου ερμηνεύονται από τη σκηνοθεσία
ως εν δυνάμει μέρη ενός «ζωντανού» σκηνικού που κινείται στον αστερισμό της
ηθικής και σωματικής αναπηρίας. Η παράσταση της Ελένης Ευθυμίου
συνδέει αρμονικά το παρόν με το παρελθόν μέσα από κορυφαίες συγκρούσεις όπως
εκείνη ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα: ο Κρέων εκφράζει το σύστημα των
εξουσιαστών ενώ η Αντιγόνη αποκαθιστά την πανανθρώπινη αλήθεια του δικαιώματος
στην αντίσταση.
Ο Χορός καταδεικνύει τη λειτουργικότητα ενός
ουδέτερου προσωπείου .
Η Τροφός δημιουργεί με δεξιοτεχνία μια φιγούρα της
συμπάθειας και της ανεκτικότητας απέναντι στο αντικείμενο της προσοχής της, που
είναι η Αντιγόνη.
Ο Κρέων του Στέλιου Μάινα απογειώνει
την παράσταση τοποθετώντας το πρόσωπο της αναφοράς σε πλαίσιο αποστροφής της
ειδικής περίπτωσης, ανάγοντας έτσι τον ήρωα σε οικουμενικό πρότυπο εξευτελισμού
της εξουσίας.
Η Ισμήνη και ο Αίμων ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο μέτρο και στο
υπέρμετρο.
Οι Φρουροί και ο Αγγελιαφόρος έδεναν μεταξύ
τους, για να αποδώσουν την αδιαφορία των υπηρετών του εξουσιαστή.
Το έργο τελειώνει με τους φρουρούς να
παίρνουν θέση ξανά στη σκηνή και τον Χορό να λέει χαρακτηριστικά: «Μένουν
μονάχα οι φρουροί. Εκείνους όλο αυτό ούτε που τους νοιάζει – δεν είναι δουλειά
δική τους. Συνεχίζουν να παίζουν χαρτιά…».
Ο Γάλλος συγγραφέας διακρίνει, θα λέγαμε, τις
μεταπολεμικές κοινωνίες σε τρεις κατηγορίες πολιτών: τους νικητές, τους
ηττημένους και τους απολιτίκ.
Αφαιρώντας το εν λόγω σχόλιο, η
σκηνοθεσία αδυνατίζει την πολιτική διάσταση
του έργου και την καυστική κριτική του δραματουργού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου