Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΒΑΣΙΛΙΑΣ: Δυό Αγγλοι τυχοδιώκτες κυνηγωντας την ευτυχία μεταφρασμένη σε χρήμα, βρίσκονται σ' ένα χωριό κάπου στις Ινδίες όπου εκεί υπάρχει ζωντανό στη μνήμη των κατοίκων το πέρασμα του Μεγαλέξανδρου.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Τρίτη 30 Αυγούστου 2016
Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016
ταινίες για το Τείχος του Βερολίνου
Der Tunnel, Roland Suso Richter, 2001
Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, το «Τούνελ» αφηγείται την ιστορία
κάποιων ανθρώπων, που με επικεφαλής τον Harry Melchior «δραπέτευσαν» απ'
την ανατολική στη δυτική Γερμανία. Του 2001, σε σκηνοθεσία Roland Suso
Richter, με τους: Heino Ferch, Nicolette Krebitz, Sebastian Koch,
Alexandra Maria Lara, Claudia Michelsen.
Η υπόθεση:
Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας ομάδας Ανατολικών Βερολινέζων, οι οποίοι δραπέτευσαν προς τη Δύση. Ο Harry Melchior ήταν πρωταθλητής της κολύμβησης στην Ανατολική Γερμανία και παράλληλα ήρθε σε ρήξη με το Σύστημα εξαιτίας του οποίου έχει φυλακιστεί στο παρελθόν. Έτσι περνάει στη δυτική πλευρά και από 'κει οργανώνει τη διαφυγή τόσο της αδελφής του όσο και της οικογένειάς της. Η ιδέα του τούνελ γεννιέται, αλλά το πλάνο δε λειτουργεί ομαλά. Οι συμμετέχοντες αντιμετωπίζουν προβλήματα όχι μόνο με την υλικοτεχνική υποστήριξη του έργου τους, αλλά και με την προδοσία από τους... φίλους στην Ανατολή. Και πάντα, η αστυνομία της Ανατολικής Γερμανίας είναι πολύ κοντά στην ανακάλυψη του οικοπέδου.
Ο Roland Suso Richter είναι γνωστός σκηνοθέτης
τηλεοπτικών ταινιών, στη Γερμανία. Το Τούνελ αν και βγήκε τελικά στις
αίθουσες και «κρατάει» κινηματογραφικά, ήταν παραγωγή τηλεοπτικών
προθέσεων, καθώς παίχτηκε στη γερμανική τηλεόραση σε δύο μέρη, ενώ είχε
συνολική διάρκεια 188' αντί των 150', της βερσιόν δηλαδή που βρήκαμε
στην ταινία και των 167', της βερσιόν που βγήκε στις αμερικανικές
αίθουσες.
Η -αληθινή- ιστορία εξελίσσεται το 1961 προς 1962, όταν κάποιοι
άνθρωποι που ζούσαν στο πρώην ανατολικό Βερολίνο, με επικεφαλής τον Χάρι
Μέλχιορ «δραπέτευσαν» προς τη Δύση. Υπενθυμίζεται ότι εκείνη ακριβώς
την περίοδο χτιζόταν το τείχος του Βερολίνου (13 Αυγούστου 1961), που
χώριζε στα δύο μια ολόκληρη χώρα...
Ο Μέλχιορ λοιπόν ήταν πρωταθλητής στην κολύμβηση, στο ανατολικό
Βερολίνο κερδίζοντας εκτός των μεταλλίων και την καθολική αναγνώριση και
καταξίωση. Αρνούμενος όμως να συνεργαστεί με τις Αρχές, είχε έρθει σε
ρήξη με το Σύστημα, με αποτέλεσμα να εκτίσει ποινή φυλάκισης επειδή το
1953 είχε συμμετάσχει σε διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης των
κομμουνιστών της Ανατολικής Γερμανίας. Αηδιασμένος αποφασίζει να φύγει
για τη Δύση (με πλαστό διαβατήριο και μεταμφιεσμένος), μαζί με τους
φίλους του Ματίζ (Sebastian Koch), Βικ (Mehmet Kurtulus) και Φρεντ
(Felix Eitner), αλλά το μυαλό του είναι διαρκώς στην πολυαγαπημένη του
αδερφή Λότε (Alexandra Maria Lara).
Έτσι με μια ομάδα {(αποτελούμενη απ' τους φίλους, κάποιους εθελοντές
που επίσης θέλουν να φέρουν μέλη των οικογενειών τους και τη νεαρή Φρίτζι (Nicolette Krebitz)}
θα σκαρφιστούν την ιδέα του τούνελ, μέσω του οποίου θα φέρουν στη Δύση
τα αγαπημένα τους πρόσωπα, που έμειναν πίσω στην ανατολική πλευρά. Ένα
τούνελ μήκους περίπου 150 μέτρων, το οποίο από απλή σήραγγα καταλήγει σε
μεγαλειώδη κατασκευή..
Η ιδέα του τούνελ ανήκει φυσικά στον Μέλχιορ και γίνεται γνωστή πολύ
νωρίς στην ταινία. Αυτό σημαίνει πως η δράση είναι μακράς διάρκειας και
ιδιαίτερα έντονη. Με στοιχεία θρίλερ και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, καθώς
μεγάλο μέρος του φιλμ εκτυλίσσεται κάτω από τη γη, εντός τούνελ δηλαδή,
παρακολουθούμε με αγωνία (αν και γνωρίζουμε την κατάληξη) τη φυγή μιας
ομάδας ανθρώπων προς την ελευθερία.
Γιατί στην ουσία αυτό διαπραγματεύεται ο γερμανός σκηνοθέτης. Την
«πτήση» προς την ελευθερία. Σίγουρα υπάρχει κάποιο πολιτικό σχόλιο, όμως
ο Ρίχτερ δεν ενδιαφέρεται να κάνει (ακόμη μία) πολιτική καταγγελία.
Εκείνο που τον εκφράζει είναι να αγκαλιάσει αυτούς τους ανθρώπους, τον
αγώνα τους για το ύψιστο ιδανικό, αυτό της ελευθερίας και την αλληλεγγύη
που αναπτύσσεται μεταξύ των. Στη διαδρομή τους βέβαια θα συναντήσουν
πολλές δυσκολίες με χαρακτηριστικότερες την ίδια την κατασκευή του
τούνελ, καθώς αλλιώς σχεδιάστηκε στο χαρτί και άλλα έβλεπαν σκάβοντας
αργά, πολύ σκληρά και ενίοτε επικίνδυνα, τους βαλτούς απ' τη Στάζι
πληροφοριοδότες στο ανατολικό Βερολίνο, όπου πηγαινοέρχονταν
για να επικοινωνούν με τους εκεί φίλους και φυσικά, με τον διοικητή του
τμήματος παράνομης μετανάστευσης και όλον τον στρατό του ανατολικού
Βερολίνου.
Μία πολύ δυνατή ταινία, με υψηλή ένταση και ιδιαίτερα καλογυρισμένη, αν
υπολογιστεί ότι οι αρχικές προθέσεις ήταν τηλεοπτικής λογικής. Νικήτρια
πληθώρας βραβείων, από τα τηλεοπτικά βραβεία της Βαυαρίας μέχρι τα ~
της γερμανικής τηλεόρασης συνολικά και από τη Χρυσή Κάμερα Γερμανίας
μέχρι το βραβείο Κοινού στο Μόντρεαλ και εκείνα του Κοινού και το
Διεθνές στο Σεντ Λούις.
Σίγουρα μες στις κορυφαίες ταινίες για το Τείχος του Βερολίνου και μία
από τις πλέον ενδιαφέρουσες και δυνατές ευρωπαϊκές ταινίες της
περασμένης δεκαετίας.
Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016
Σάββατο 13 Αυγούστου 2016
Τα Θαύματα που μπορεί να δημιουργεί η απλότητα!
Τα Θαύματα
Le Meraviglie
της Αλίτσε Ρορβάχερ
H δωδεκάχρονη Τζελσομίνα είναι η αρχηγός στις μικρότερες αδελφές της, αυτή είναι που πρέπει να υπακούν σε ότι αποφασίσει. Η Τζελσομίνα έχει ένα σχεδόν μαγικό ταλέντο με τις μέλισσες που αποτελούν το βασικό εισόδημα της οικογένειάς της. Μπορεί να βρίσκει άγρια μελίσσια και να τα μεταφέρει στις κυψέλες του πατέρα της, μοιάζει να επικοινωνεί με τα μικροσκοπικά, εργατικά έντομα. Ο πατέρας της, ξένος στην Ιταλία, θα ήθελε ίσως ένα αγόρι για διάδοχό του. Kάποιον που θα τον βοηθούσε να αναπτύξει το εργοστάσιο του μελιού της οικογενείας του στα πρότυπα που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, προκειμένου να συνεχίσει να λειτουργεί. Η Τζελσομίνα από την άλλη, έχει άλλες φιλοδοξίες: να πείσει την οικογένειά της να συμμετάσχει σε ένα reality show που αναζητά την πιο ενδιαφέρουσα παραδοσιακή οικογένεια της χώρας. Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής, 67ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Θα μπορούσες να επαινέσεις την Αλίτσε Ρορβάχερ για πολλά πράγματα.
Για τον τραχύ και όμως αφοπλιστικά γοητευτικό τρόπο με τον οποίο καταγράφει τη ζωή μιας αγροτικής οικογένειας, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στον θεατή να μην αισθανθεί σαν να βρίσκεται εκεί την οσμή της γης, την επαφή με τα ζώα, την ελευθερία του να ζεις δύσκολα μεν, αλλά απαλλαγμένος από οτιδήποτε συνδέει τον άνθρωπο με το αστικό περιβάλλον, σε μια σχεδόν πρωτόγονη αίσθηση της απαρχής της ύπαρξης που αναδεικνύεται από την υπέροχη φωτογραφία της Ελέν Λουβάρ .
Για τη σεναριακή ανατροπή πάνω στην οποία χτίζεται η ιστορία της, με ένα δωδεκάχρονο κορίτσι να φτάνει στην ενηλικίωση χωρίς να γευτεί την παιδική ηλικία, έχοντας αναλάβει χωρίς τη θέλησή της και επιπλέον με την απόλυτη συγκατάθεση των ανίκανων να αναλάβουν τις ευθύνες τους γονιών της, το ρόλο του ηγέτη μιας πολυμελούς οικογένειας,
Για τις ερμηνείες όλων των επαγγελματιών και ερασιτεχνών ηθοποιών της, αλλά κυρίως για αυτή της μικρής Μαρία Αλεξάντρα Λούνγκου που κουβαλάει στο βλέμμα της όλη την αγωνία ενός κοριτσιού που θέλει με οποιονδήποτε τρόπο να διαφυλάξει τη ζωή την οποία έμαθε να ζει, διεκδικώντας με το πείσμα ενός παιδιού και το δικαίωμα στο όνειρο.
Περισσότερο όμως και από όλα τα παραπάνω οφείλεις να επαινέσεις την Ρορβάχερ για τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται στην πραγματικότητα ένα παραμύθι (με όλους τους κανόνες που αυτό επιβάλλει - από τα παιδιά που βρίσκονται στο έλεος των μεγάλων μέχρι το happy end - εδώ και με έξτρα μακρινή αναφορά στη «Σταχτοπούτα»), με τη μορφή μιας απόλυτα ρεαλιστικής ταινίας που φλερτάρει ταυτόχρονα με το ντοκιμαντέρ και με το μαγικό ρεαλισμό.
Ακόμη κι αν οι σκηνές του ριάλιτι (με έξτρα αναφορά στην ιταλική κουλτούρα την παρουσία της Μόνικα Μπελούτσι) μοιάζουν περισσότερο αδύναμες παρά λειτουργικές (καθώς η Ρορβάχερ προσπαθεί να σατιρίσει όχι με απόλυτη επιτυχία το «όνειρο» για εύκολα χρήματα και το φολκλόρ ως αξιοθέατο), η γήινη ανθρωπιά που αναδύει απ' άκρη σ' άκρη η ιστορία της, η δικαίωση ενός ολόκληρου αλλιώτικου από την κοινωνική νόρμα κόσμου και η δυνατή εικονογραφία της πάνω σε μια διαφορετική ενηλικίωση (μικρών και μεγάλων) κάνουν το φιλμ της ένα μικρό θαύμα.
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ
ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Μια οικογένεια στο Λάτσιο της Ιταλίας, με κορίτσια που μεγαλώνουν μαζί
με έναν φωνακλά πατέρα γερμανικής καταγωγής, και υπακούνε στην
πρωτότοκη, την Τζελσομίνα, που είναι οργανωτική και μεγάλο ταλέντο στη
συγκομιδή μελιού. Τα Θαύματα είναι μια πολύ προσωπική, με
δραματοποιημένες παρεμβάσεις και τροποποιήσεις, σχεδόν αυτοβιογραφική
ταινία της Αλίτσε Ρορβάχερ, με πρωταγωνίστρια την Άλμπα Ρορβάχερ, την
αδελφή της... στη θέση της, στο ίδιο περιβάλλον όπου μεγάλωσε, στο
πανέμορφο Βιτέρμπο, με τις εξοχές και τον μεσαιωνικό χαρακτήρα στην
πόλη, και με προφανή, αλλά και έξυπνη αλληγορία το ιεραρχικό σύστημα των
μελισσών, όπως μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στα ανθρώπινα μέτρα.
Για να σπάσει την περιπλάνηση στην καθημερινότητα και τα θερινά
καθήκοντα, βάζει μια φανταστική Queen Bee, τη Μόνικα Μπελούτσι (στην πιο
έξυπνη καλλιτεχνική της κίνηση εδώ και χρόνια), να υποδυθεί μια νεράιδα
της τηλεόρασης που γυρίζει ένα διαφημιστικό στην περιοχή και προσελκύει
τους ντόπιους, εξάπτοντας το ενδιαφέρον της μέλλουσας βασίλισσας της
οικογένειά της, της Τζελσομίνα, αλλά και ένα άτακτο αγόρι από τη
Γερμανία, έναν κηφήνα που χρειάζεται αναμόρφωση, τον οποίο και
φιλοξενούν στην οικογένεια κατά τη διάρκεια των διακοπών. Τέλος, η
Ρορβάχερ κάνει και το σχόλιό της για την παγκοσμιοποίηση, καθώς το μέλι
που παράγεται επιβάλλεται να «συμμορφώνεται» στις ευρωπαϊκές
προδιαγραφές. Κι επειδή όλα αυτά τα έκανε με μεράκι χειροτέχνισσας,
έφυγε από το Φεστιβάλ Καννών με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Πηγή: www.lifo.gr
ΚΡΙΤΙΚΗ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ
ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ
Μια οικογένεια στο Λάτσιο της Ιταλίας, με κορίτσια που μεγαλώνουν μαζί
με έναν φωνακλά πατέρα γερμανικής καταγωγής, και υπακούνε στην
πρωτότοκη, την Τζελσομίνα, που είναι οργανωτική και μεγάλο ταλέντο στη
συγκομιδή μελιού. Τα Θαύματα είναι μια πολύ προσωπική, με
δραματοποιημένες παρεμβάσεις και τροποποιήσεις, σχεδόν αυτοβιογραφική
ταινία της Αλίτσε Ρορβάχερ, με πρωταγωνίστρια την Άλμπα Ρορβάχερ, την
αδελφή της... στη θέση της, στο ίδιο περιβάλλον όπου μεγάλωσε, στο
πανέμορφο Βιτέρμπο, με τις εξοχές και τον μεσαιωνικό χαρακτήρα στην
πόλη, και με προφανή, αλλά και έξυπνη αλληγορία το ιεραρχικό σύστημα των
μελισσών, όπως μπορεί να εφαρμοστεί κατ' αναλογία στα ανθρώπινα μέτρα.
Για να σπάσει την περιπλάνηση στην καθημερινότητα και τα θερινά
καθήκοντα, βάζει μια φανταστική Queen Bee, τη Μόνικα Μπελούτσι (στην πιο
έξυπνη καλλιτεχνική της κίνηση εδώ και χρόνια), να υποδυθεί μια νεράιδα
της τηλεόρασης που γυρίζει ένα διαφημιστικό στην περιοχή και προσελκύει
τους ντόπιους, εξάπτοντας το ενδιαφέρον της μέλλουσας βασίλισσας της
οικογένειά της, της Τζελσομίνα, αλλά και ένα άτακτο αγόρι από τη
Γερμανία, έναν κηφήνα που χρειάζεται αναμόρφωση, τον οποίο και
φιλοξενούν στην οικογένεια κατά τη διάρκεια των διακοπών. Τέλος, η
Ρορβάχερ κάνει και το σχόλιό της για την παγκοσμιοποίηση, καθώς το μέλι
που παράγεται επιβάλλεται να «συμμορφώνεται» στις ευρωπαϊκές
προδιαγραφές. Κι επειδή όλα αυτά τα έκανε με μεράκι χειροτέχνισσας,
έφυγε από το Φεστιβάλ Καννών με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Πηγή: www.lifo.gr
Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016
. Ο Σοστακόβιτς του Μπαρνς είναι ένα τραγικό πρόσωπο, και όσο περισσότερο συνθλίβεται από την αδυναμία του, τόσο πιο πολύ τον αγαπά ο συγγραφέας του
JULIAN
BARNES
Ο αχός της εποχής
μτφρ.: Θωμάς Σκάσσης
εκδ. Μεταίχμιο
Ο αχός της εποχής
μτφρ.: Θωμάς Σκάσσης
εκδ. Μεταίχμιο
Μια χαλαρή
αναδιήγηση της ζωής του μεγάλου συνθέτη, που δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να
φτιάξει μια ιστορία πάνω στη σχέση της εξουσίας με την τέχνη, τη γενναιότητα
και τη δειλία, το κουράγιο, την αδυναμία, τους συμβιβασμούς, την τελική
συνθηκολόγηση. Τι σημαίνει αυτό για τη ζωή ενός ανθρώπου που ποτέ δεν θέλησε να
γίνει ήρωας;
Σε παλιότερη συνέντευξή του ο Μπαρνς λέει: «Λογοτεχνία είναι ο καλύτερος
τρόπος για να πει κανείς την αλήθεια. Είναι η διαδικασία του να παράγεις
μεγάλα, ωραία, καλοφτιαγμένα ψέματα, που όμως περιέχουν περισσότερη αλήθεια από
την οποιοδήποτε καταγραφή γεγονότων. Μολονότι η αφήγηση ξεκινά με τη φράση «Ενα πράγμα ήξερε μόνο: Τούτη ήταν η χειρότερη εποχή», που λέγεται από τον τρομοκρατημένο Σοστακόβιτς, ο οποίος γνωρίζει ότι έχει πέσει στη δυσμένεια του καθεστώτος, τα ιστορικά πρόσωπα και τα γεγονότα αυτής της ταραγμένης περιόδου δεν διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο στη διήγηση.
Πρωταγωνιστής είναι αυτός ο μικρός και άτολμος άντρας, ο μεγαλοφυής συνθέτης που υπήρξε ένα υστερικό παιδί, ένας σχολαστικός ενήλικος, ένας άνθρωπος που δηλώνει ευθύς εξαρχής την πλήρη ανεπάρκειά του να υποστηρίξει τις ηθικές του αρχές. Χρησιμοποιώντας μια εξομολογητική τριτοπρόσωπη αφήγηση και γραφή αφαιρετική και πυκνή, ο συγγραφέας δημιουργεί αλλεπάλληλες σύντομες παραγράφους πλησιάζοντας όλο και πιο κοντά στον κεντρικό χαρακτήρα του. Τον περικυκλώνει κλείνοντας όλες τις διόδους διαφυγής από τον εαυτό του και τη χρονική συγκυρία, έτσι ακριβώς όπως συνέβη και στην πραγματική ζωή. Το αποτέλεσμα είναι κλειστοφοβικό, και ο Μπαρνς το καταφέρνει με τη μαεστρία του ικανού συγγραφέα, που μολονότι διαθέτει τη σαφήνεια ενός δοκιμιογράφου γνωρίζει πώς να να αποστάζει τον λόγο για να πετύχει τη σύνθεση στη μικρή φόρμα.
Διακρίσεις και αποκηρύξεις
Ο Σοστακόβιτς αποκηρύχτηκε δύο φορές από το σοβιετικό καθεστώς και κατά καιρούς τα έργα του απαγορεύτηκαν. Ταυτόχρονα υπήρξε ο δημοφιλέστερος Σοβιετικός συνθέτης της γενιάς του, έλαβε πολυάριθμες τιμητικές διακρίσεις και κρατικά βραβεία, ενώ στα χρόνια της ωριμότητάς του έγινε μέλος του Κόμματος και πρόεδρος της Ενωσης Συνθετών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. «Κολυμπούσε στις τιμές σαν τη γαρίδα στη μαγιονέζα του κοκτέιλ», σχολιάζει ειρωνικά ο ίδιος μέσω του συγγραφέα σε ένα σημείο του βιβλίου. Συμφωνούσε ή διαφωνούσε με όλα αυτά που συνέβαιναν σε αυτόν και στη χώρα του; Υποχρεώθηκε από τις συνθήκες ή επέλεξε με ελεύθερη βούληση; Η Ιστορία, λέει σε άλλο σημείο, «τον αναγκάζει να στριφογυρίζει όπως το σκιουράκι στον τροχό». Το παραδέχεται, είναι δειλός. Μήπως, όμως, αν έβαζε στη μουσική του όσο κουράγιο τού απέμενε στριμώχνοντας την υποχωρητικότητα στην προσωπική του ζωή, μπορούσε να παρηγορηθεί για έλλειψη σθένους στον δημόσιο βίο; Στο κάτω κάτω, «η μουσική δεν είναι σαν τα κινέζικα αυγά.
Δεν βελτιώνεται άμα μείνει θαμμένη χρόνια και χρόνια». Μήπως
συνθέτοντας, «κάνοντας τέχνη που μπορεί να ακουστεί πάνω από τον αχό της
εποχής», κέρδιζε τελικά την κατανόηση της Ιστορίας;
Ο Αλεξάντρ
Σολζενίτσιν, αντιφρονών του καθεστώτος μέχρι τα βαθιά του γεράματα, είχε πει:
«Αυτή η τραγική ιδιοφυΐα, αυτό το αξιολύπητο ερείπιο ο Σοστακόβιτς». Με την
ίδια σκληρότητα και ταυτόχρονα συμπάθεια αντιμετωπίζει ο Μπαρνς τον ήρωά του.
Δεν του χαρίζεται με αντάλλαγμα τη μουσική του ιδιοφυΐα. Αντιθέτως, αναφέρει
ακόμη και τις πιο ταπεινωτικές πράξεις του – τη δημόσια αποκήρυξη της δυτικής
μουσικής, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τα έργα του Στραβίνσκι και του
Σένμπεργκ, τη συν-υπογραφή επιστολών κατά του Ζαχάροφ και του Σολζενίτσιν. Τον
αναγκάζει έτσι να ζει βυθισμένος στην ντροπή που γεννά η σύγκρουση με τη
συνείδησή του έως τα γηρατειά του. «Η ελπίδα του ήταν ότι ο θάνατος θα
απελευθέρωνε τη μουσική του. Θα την απελευθέρωνε από τη ζωή του», λέει. Ο
Σοστακόβιτς του Μπαρνς είναι ένα τραγικό πρόσωπο, και όσο περισσότερο
συνθλίβεται από την αδυναμία του, τόσο πιο πολύ τον αγαπά ο συγγραφέας του. Η
δημιουργία αυτού του αντιήρωα είναι ένα από τα δυνατότερα σημεία του
μυθιστορήματος.
Τετάρτη 10 Αυγούστου 2016
ΑΝΤΙΓΟΝΗ του ΑΝΟΥΙΓ:στις μεταπολεμικές κοινωνίες οι πολίτες χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες : τους νικητές, τους ηττημένους και τους απολιτίκ
Ο Ανούιγ
βγάζει την Αντιγόνη απ’ τον αρχαιοελληνικό κόσμο και την τελετουργία και την
οδηγεί, ως σύμβολο της συνείδησης του 20ού αιώνα, στον σύγχρονο όπου οι θεοί έχουν εξαφανιστεί κι
οι ηγέτες έχουν τη δύναμη να ορίζουν και να χειραγωγούν τις μοίρες των
ανθρώπων. Το έργο δεν είναι παρά μια μεταφορά για τον άνθρωπο που στέκει
απέναντι στην παντοδύναμη εξουσία, απελπισμένος και αδύναμος αλλά και επίμονος
στις αντιστάσεις του.
Η ανυπότακτη
Αντιγόνη του Ζαν Ανούιγ επαναστατεί όχι απλώς ενάντια στην εξουσία αλλά ενάντια
στην κοινωνία. Δεν
αποδέχεται το κοινωνικό κατεστημένο με τους συμβιβασμούς και τη φθορά του -«σας
μισώ όλους», λέει. Δε θέλει να αποδεχτεί ότι
μεγαλώνοντας θα πρέπει να
ενταχθεί στην κοινωνία αυτή .
Η σκηνοθεσία της Ελένης Ευθυμίου,
η οποία υπογράφει και τη μουσική, μεταφέρει τη δράση σε έναν απροσδιόριστο χώρο
πολλαπλού εγκιβωτισμού, με ένα σκηνικό που εναρμονίζεται στο απαιτούμενο για την
παράσταση κλίμα παρακμής και σήψης.
Στην ουσία, τόσο η ευρηματική σκηνοθεσία όσο
και η σκηνογραφία χρησιμοποιούν αντικείμενα όπως τους ανεμιστήρες για να ανακυκλώνεται ο αέρας αλλά
δεν βρίσκει διέξοδο πουθενά προωθώντας μάλλον μια νοσηρή ατμόσφαιρα που
επικυρώνει το αναπόδραστο. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο έγκλειστο στο κουβούκλιο
του φύλακα, αναπτύσσει υποδηλωτικές σχέσεις με τον «χρόνο» και τον «τόπο».
Τα κοστούμια της Ηλένιας Δουλαδίρη
και της Μαίρης Μαρμαρινού σχολιάζουν λεπτομερώς τις εκάστοτε
καταστάσεις στις οποίες ενέχεται το θεατρικό πρόσωπο. Σημειωτέον ότι το ηχητικό
περιβάλλον που δημιουργεί ο Κώστας Βόμβολος καθώς και οι
φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη υπογραμμίζουν τη μετάβαση από την
ανθρώπινη οντότητα στην «ινδαλματική» της υπόσταση.
Όλα τα πρόσωπα του έργου ερμηνεύονται από τη σκηνοθεσία
ως εν δυνάμει μέρη ενός «ζωντανού» σκηνικού που κινείται στον αστερισμό της
ηθικής και σωματικής αναπηρίας. Η παράσταση της Ελένης Ευθυμίου
συνδέει αρμονικά το παρόν με το παρελθόν μέσα από κορυφαίες συγκρούσεις όπως
εκείνη ανάμεσα στην Αντιγόνη και τον Κρέοντα: ο Κρέων εκφράζει το σύστημα των
εξουσιαστών ενώ η Αντιγόνη αποκαθιστά την πανανθρώπινη αλήθεια του δικαιώματος
στην αντίσταση.
Ο Χορός καταδεικνύει τη λειτουργικότητα ενός
ουδέτερου προσωπείου .
Η Τροφός δημιουργεί με δεξιοτεχνία μια φιγούρα της
συμπάθειας και της ανεκτικότητας απέναντι στο αντικείμενο της προσοχής της, που
είναι η Αντιγόνη.
Ο Κρέων του Στέλιου Μάινα απογειώνει
την παράσταση τοποθετώντας το πρόσωπο της αναφοράς σε πλαίσιο αποστροφής της
ειδικής περίπτωσης, ανάγοντας έτσι τον ήρωα σε οικουμενικό πρότυπο εξευτελισμού
της εξουσίας.
Η Ισμήνη και ο Αίμων ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο μέτρο και στο
υπέρμετρο.
Οι Φρουροί και ο Αγγελιαφόρος έδεναν μεταξύ
τους, για να αποδώσουν την αδιαφορία των υπηρετών του εξουσιαστή.
Το έργο τελειώνει με τους φρουρούς να
παίρνουν θέση ξανά στη σκηνή και τον Χορό να λέει χαρακτηριστικά: «Μένουν
μονάχα οι φρουροί. Εκείνους όλο αυτό ούτε που τους νοιάζει – δεν είναι δουλειά
δική τους. Συνεχίζουν να παίζουν χαρτιά…».
Ο Γάλλος συγγραφέας διακρίνει, θα λέγαμε, τις
μεταπολεμικές κοινωνίες σε τρεις κατηγορίες πολιτών: τους νικητές, τους
ηττημένους και τους απολιτίκ.
Αφαιρώντας το εν λόγω σχόλιο, η
σκηνοθεσία αδυνατίζει την πολιτική διάσταση
του έργου και την καυστική κριτική του δραματουργού.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)

