Τρίτη 26 Ιουλίου 2016

“Μια θάλασσα από δέντρα”, του Γκας Βαν Σαντ . Γεωγραφικός χώρος, η Ιαπωνία και θέμα ο εκούσιος θάνατος, ο θάνατος ως επιλογή λύτρωσης


 Ο Άρθουρ Μπρέναν, έχοντας βιώσει την απώλεια της αγαπημένης του γυναίκας, αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ως ο τέλειος τόπος για να πεθάνει κάποιος θεωρείται ένα πυκνό δάσος το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Φούτζι. Λένε πως όποιος μπει μέσα στο δάσος με σκοπό να πεθάνει πρέπει να είναι αποφασισμένος επειδή εάν μετανιώσει δύσκολα μπορεί να επιστρέψει επειδή το δάσος είναι τόσο πυκνό που σε κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του.
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο Τακούμι, ένας άνθρωπος ο οποίος αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Η συνάντηση του Άρθουρ μαζί του θα είναι καθοριστική, αφού θα αποφασίσει να τον βοηθήσει να βρει το δρόμο της επιστροφής.  Και θα είναι μια συνάντηση καθοριστική.
Ο σεναριογράφος, Κρις Σπάρλινγκ, λέει: «Όταν διάβασα για το δάσος αυτό, μου ήρθε στο μυαλό η εικόνα μιας μυστηριώδους, βαθιά πνευματικής αλλά και ανατριχιαστικής τοποθεσίας. Μου φάνηκε σαν κάτι το απόκοσμο. Μου έκανε επίσης εντύπωση το ότι οι άνθρωποι που πάνε εκεί, ταξιδεύουν τεράστιες αποστάσεις για να φτάσουν, έχοντας ως μοναδικό στόχο να αυτοκτονήσουν. Βρήκα συναρπαστικό το ότι κάποιος μπορεί να πάρει μια τόσο σοκαριστική απόφαση, να ταξιδέψει εκατοντάδες χιλιόμετρα, συναντώντας πολλούς ανθρώπους καθ’ οδόν και έχοντας όλων των ειδών τις εμπειρίες, και παρόλα αυτά να μην αλλάξει την απόφασή του”.
Όμως η ταινία, εκτός από ένα ταξίδι αυτογνωσίας και επαναπροσδιορισμού είναι και μια ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις. Παρακολουθούμε σε φλας μπακ τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του Άρθουρ από το γάμο του με την Τζόαν. Τα προβλήματα που δημιουργούνται στα ζευγάρια μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης.
Παρόμοιου θέματος η “Μπαλάντα του Ναραγιάμα”,  1983, μας μεταφέρει τέλη του 19ου αιώνα σε κάποιο χωριό της Ιαπωνίας. Εκεί η 70χρονη Ορίν, αφού τακτοποιεί τις οικογενειακές της υποθέσεις, φεύγει για να πεθάνει στο βουνό Ναραγιάμα. Σύμφωνα με το έθιμο, οι γέροι  αποσύρονται στο βουνό για να πεθάνουν και για να μην είναι βάρος στις φτωχές οικογένειές τους.

Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Σε μία εποχή μεγάλου θυμού, μεγάλης απόγνωσης και ακόμα μεγαλύτερης καταπίεσης συναισθημάτων, αυτή η επιλογή έργου και η συγκεκριμένη εκδοχή της ήταν από τις ευτυχέστερες των τελευταίων ετών. Νομίζω ότι όλοι βγήκαμε αλαφρωμένοι κι εξιλεωμένοι, ίσως και λίγο σα «μεθυσμένοι», από τη γλυκιά μυσταγωγία που μας παρέσυρε το Κ.Θ.Β.Ε και ο Τσέζαρις Γκραουζίνις.

Με την ανακοίνωση ότι η παράσταση ήταν αφιερωμένη στη μνήμη του Δημήτρη Μαρωνίτη που για ένα διάστημα υπήρξε και καλλιτεχνικός διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και του ηχολήπτη του ΚΘΒΕ Γιάννη Πειραλή, κατέβηκε μέσα σε ένα κύμα γνήσιου ενθουσιασμού με χειροκροτήματα από ορθίους η αυλαία του «Επτά επί Θήβας» το Σάββατο το βράδι στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Η ανακοίνωση έγινε από τον ηθοποιό Γιώργο Καύκα που υποδύεται τον Αγγελο στην θαυμάσια δουλειά που έγινε από όλους τους συντελεστές της μοντέρνας εκδοχής της πάντα επίκαιρης τραγωδίας του Αισχύλου που σκηνοθέτησε ο Λιθουανός σκηνοθέτης Τσέζαρε Γκραουζίνις.
Το θέατρο γεμάτο αλλά όχι κατάμεστο, το σκηνικό υποδειγματικά λιτό, με μόλις ένα σκαμπό στη μέση της σκηνής, ένα μπαούλο γεμάτο όπλα και δυο ξύλινες σκάλες που πηγαινοέρχονταν προκειμένου να ανεβούν σε αυτές ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια, βασιλείς, γιοι του Οιδίποδα, οι οποίοι τελικά αλληλοσκοτώνονται στον βωμό της γλυκιάς αλλά νοσηρά εθιστικής, πλημμυρισμένης στο αίμα, εξουσίας.
Εργο «γεμάτο Αρη» αποκάλεσε τους «Επτά επί Θήβας» ο ίδιος ο Αισχύλος, αφού ο θεός του πολέμου είναι εδώ πανταχού παρών, χωρίς τελικά να μπορεί να προστατεύσει κανέναν_ πόσο μάλλον τα δυο αδέλφια. «Τι κάνεις Αρη; Ελα να σώσεις την πόλη που δεν έπαψε ποτέ να σε αγαπά!» ακούμε στην πιο ειρωνική φράση του έργου.
Το έργο ονομάστηκε «Επτά επί Θήβας» διότι επτά ήταν οι στρατηγοί στους οποίους ο Ετεοκλής, βασιλιάς των Θηβών, ανέθεσε να φυλάξουν τις ισάριθμες πύλες της πόλης προκειμένου να μην πέσει στα χέρια του αδελφού του, στον οποίο θα παραχωρούσε (όπως ήταν συμφωνημένο) την εξουσία. «Επτά στρατοί, επτά φονιάδες στρατηγοί!»


Η εντυπωσιακή κορύφωση του έργου έρχεται όταν τα δυο αδέλφια που υποδύονται ο Γιάννης Στάνκογλου (Ετεοκλής) και ο Χρήστος Στυλιανού (Πολυνείκης) μονομαχούν κρατώντας δύο ασπίδες. Ντυμένοι με άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι, οι ηθοποιοί θύμιζαν έλληνες μάγκες έτοιμους να χορέψουν λαϊκό χορό, ενώ όταν η τελευταία πνοή των ηρώων τους θα τους βρει αγκαλιασμένους όρθιους, ο θεατής ανατριχιάζει από την συγκινητική εικόνα, γεγονός στο οποίο συμβάλλει η μελωδική μουσική του Δημήτρη Θεοχάρη.
Στους ώμους του Στάνκογλου είναι φορτωμένο το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης . Ο Ετεοκλής του είναι σπαρακτικός μέσα στην απόγνωσή του, κουρασμένος από την αιώνια κατάρα της οικογένειά του.
 Όταν κάθεται στο σκαμπό προσπαθώντας να βρει την λύση στο αδιέξοδο, μοιάζει με απελπισμένο κλοσάρ και προκαλεί θλίψη αλλά την ίδια ώρα δεν του λείπει το χιούμορ (κάτι που βρίσκεις σε όλο το έργο), ιδίως όταν έρχεται  αντιμέτωπος με την γυναικεία σκέψη (χορός).
«Φαίνεται πως όλοι μας _όχι μόνο οι Ελληνες, αλλά όλοι όσοι μένουμε στην Ευρώπη_ ζούμε με την αίσθηση πως κάποιοι εξαιρετικά απειλητικοί εχθροί στέκονται έξω από τα τείχη της συνηθισμένης, μίζερης αλλά βολικής –ακόμη- ζωής μας» δήλωσε ο Τσ. Γκραουζίνις. «Δεν γνωρίζουμε το όνομα του εχθρού_ ο εχθρός έχει πολλά προσωπεία, πολλά ονόματα. Μερικές φορές μοιάζει πως ο χειρότερος εχθρός μας έχει το δικό μας πρόσωπο, το δικό μας όνομα.»


Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

Ο Άνθρωπος που γνώριζε το άπειρο

Σρινιβάσα Ραμανουτζάν: Εζησε γρήγορα, υπολόγισε γρηγορότερα, πέθανε νέος...

Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση είναι ότι ο βίος των μαθηματικών επιστημόνων είναι βαρετός και αναλώνεται σε στοίβες χαρτιών με υπολογισμούς και εξισώσεις.
Ωστόσο, κάποιοι από αυτούς έζησαν ζωή περιπετειώδη και σύντομη σαν αστραπή, πεθαίνοντας νωρίς και αφήνοντας πίσω τον θρύλο να τους θυμίζει. Ενας από αυτή την "καταραμένη" παρέα, των Εβαρίστ Γκαλουά, Μπέρναρντ Ρίμαν, Αλαν Τιούρινγκ, ήταν και ο Σρινιβάσα Ραμανουτζάν. Αυτός που, σύμφωνα με τον Ντι Σοτόι, «θεωρούσε κάθε αριθμό έναν προσωπικό του φίλο».
Ο Σρινιβάσα Ραμανουτζάν γεννήθηκε στην Ινδία στις 22 Δεκεμβρίου 1887. Από μικρός είχε δείξει σημάδια της ιδιαιτερότητάς του, αφού αντιμετώπιζε το σχολείο σαν καταναγκαστική εργασία, όντας οπαδός της ελεύθερης σκέψης και της αυτοδιδαχής. Αργότερα, μετά την εφηβεία, πιάνει δουλειά ως ταχυδρομικός υπάλληλος, έχοντας αρκετό ελεύθερο χρόνο για να ασχολείται με τα αγαπημένα του μαθηματικά. Οι μέθοδοί του ήταν τις περισσότερες φορές ανορθόδοξες. Δούλευε κυρίως με το ένστικτο και όχι ακολουθώντας την κλασική -δυτικού τύπου- διαδικασία της μαθηματικής απόδειξης, ενώ απέδιδε πολλές από τις μαθηματικές εμπνεύσεις του στη θεά Ναμαγκίρι... Ωστόσο, παρά τα εκάστοτε λάθη που, λόγω της ενστικτώδους προσέγγισής του στα μαθηματικά προβλήματα, έκανε, η συνολική δουλειά του ήταν εντυπωσιακή, ενώ οι πρωτότυπες μέθοδοί του συνεχίζουν να αφήνουν κατάπληκτους ακόμη και σήμερα τους συναδέλφους του.
Προσπαθώντας να ασχοληθεί αποκλειστικά με ό,τι λάτρευε και αφού απευθύνθηκε σε αρκετούς Ινδούς μαθηματικούς χωρίς ανταπόκριση, ο Ραμανουτζάν άρχισε να στέλνει κομμάτια της δουλειάς του στη Μεγάλη Βρετανία. Οι δύο πρώτοι μαθηματικοί που έλαβαν ταχυδρομικά τα τετράδια με τους πρωτότυπους υπολογισμούς του, δεν ασχολήθηκαν, τον προσπέρασαν. Ωστόσο, η τρίτη του προσπάθεια ήταν και η τυχερή. Ο μεγάλος και τρανός Χάρντι, καθηγητής στο Κέμπριτζ και εταίρος της Βασιλικής εταιρείας, συνειδητοποίησε -όχι αμέσως- ότι ο αποστολέας από την Ινδία ήταν μια μαθηματική ιδιοφυΐα. Παρακινούμενος και από μια πτυχή του χαρακτήρα του να υποστηρίζει όσο μπορούσε τα αουτσάιντερ (γυναίκες, μετανάστες), ο Χάρντι δεν δίστασε να τον προσκαλέσει να εργαστεί μαζί του στο Κέμπριτζ, με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1914 ο Ραμανουτζάν να αποβιβαστεί στην Αγγλία.
Εκεί, ο 26χρονος Σρινιβάσα ζορίστηκε αρκετά. Στο πεδίο της επιστήμης του είχε πάντοτε τον Χάρντι να τον υποστηρίζει, ενώ και η εκτίμηση των υπολοίπων προς την υψηλής ποιότητας -αν και δύσκολα κατανοητή ως προς τις μεθόδους της- πρωτότυπη δουλειά του ήταν δεδομένη. Αλλά κάτι η φυσική ψυχρότητα των Αγγλων, κάτι τα δικά του κολλήματα με τη θρησκεία, καθώς και η έμφυτη συστολή του, δυσκόλευαν αρκετά την κατάσταση. Ο Ραμανουτζάν κυκλοφορούσε καθημερινά με παντόφλες, αφού μέχρι τότε δεν είχε φορέσει παπούτσια. Τα λαχανικά τού φαίνονταν άνοστα και γι' αυτό παράγγελνε από την πατρίδα του ταμάρινδο και λάδι από καρύδα. Το κρέας δεν το άγγιζε, παρέμενε σταθερά χορτοφάγος, ενώ είχε αναρτήσει στο δωμάτιό του την εικόνα μιας ινδικής θεότητας, ώστε να μπορεί να εκτελεί, κάθε πρωί, με σχολαστικότητα τα θρησκευτικά του καθήκοντα.
Τελικά, και παρότι το σύμπαν των μαθηματικών τού πρόσφερε μέγιστη ευχαρίστηση όταν χανόταν μέσα του, οι δυσκολίες προσαρμογής του και ο εντελώς διαφορετικός τρόπος ζωής οδήγησαν τον νεαρό Ινδό μαθηματικό σε κατάθλιψη, αφού ο άγριος κλονισμός της σωματικής του υγείας τον ώθησε αργά, αλλά σταθερά σ' ένα επικίνδυνο φλερτ με την πνευματική αστάθεια. Ο Ραμανουτζάν επιχείρησε να αυτοκτονήσει, πέφτοντας στις γραμμές του υπόγειου σιδηροδρόμου του Λονδίνου. Η απόπειρα απέτυχε, επέστρεψε στην Ινδία, μήπως και κατορθώσει να αναρρώσει, αλλά μάταια. Στις 26 Απριλίου του 1920 ο Ινδός μαθηματικός πεθαίνει στο Μαντράς, σε ηλικία 33 ετών, από μια ασθένεια του παχέος εντέρου. Παρά τη γενικότερη θλίψη που επικράτησε για την απώλειά του, ένα είναι βέβαιο: ο Ραμανουτζάν έζησε τη, σύντομη είναι η αλήθεια, ζωή του όπως την επιθυμούσε. Ασχολούμενος με εκείνα που πραγματικά τον ενδιέφεραν και αντλώντας ευχαρίστηση από τη δυνατότητά του να χάνεται στον προσωπικό, ονειρικό κόσμο του, όπου κανένας άλλος δεν διέθετε το «κλειδί» για να διεισδύσει. Εναν κόσμο γεμάτο από ινδικές θεότητες, μεταφυσικές αγωνίες αλλά και προκλητικές εξισώσεις, οι οποίες σπανίως αντιστέκονταν στην επίμονη πολιορκία του νεαρού ταλαντούχου Ινδού, που τόσο τις αγαπούσε..

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Pablo Neruda (12 Ιουλίου 1904 – 23 Σεπτεμβρίου 1973)

tovima.gr - Ο μυθομανής εραστής του Λόρκα: Ο Λέων Τολστόι προέτρεπε τους συγγραφείς να αγαπούν τους ήρωες που δημιουργούν. Σε διαφορετική περίπτωση - προειδοποιούσε ισιώνοντας την πάνσοφη γενε...

Τρίτη 12 Ιουλίου 2016

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΙ ΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗ ΝΥΧΤΑΈνα βιβλίο αφιερωμένο στον μεγάλο δημιουργό Κωνσταντίνο Καβάφη, αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας της συγγραφέως, φωτίζει μια άγνωστη κατά τα άλλα περίοδο από τη ζωή του Καβάφη, ο οποίος ταξιδεύει στα τριαντατέσσερα χρόνια του στο Παρίσι (1897) μαζί με τον αδερφό του Τζων.

Έρση Σωτηροπούλου

Ο Κωστής, όπως τον αποκαλούν φεύγει από την Αλεξάνδρεια γεμάτος δίψα να ανακαλύψει την Ευρώπη που τόσο πολύ έχει ανάγκη. Η Αλεξάνδρεια φαίνεται να τον έχει πιέσει πολύ.
Εκεί, λοιπόν, ο Κωστής δέχεται τα αναρίθμητα ερεθίσματα της μεγαλούπολης, και προσπαθεί να συγκρατήσει τα εξίσου αναρίθμητα πάθη του. Ωστόσο, οι θύμισες από νεαρούς που τον αναστάτωναν δεν μπορούσαν να μην τον επηρεάσουν.
Στην παραμονή του αυτή, ζούμε από «πρώτο χέρι» τη προσπάθειά του να κατευνάσει τα παθη του αλλά και τη συγγραφή κάποιων από τα γνωστότερα ποιήματα του όπως είναι «Η πόλις», καθώς και η ανασφάλεια που τον διακατέχει καθώς τα γράφει:
Μισώ τον κόσμο εδώ ως με μισεί
εδώ που την ζωή μου την μισή
Παράλληλα όμως, προσπαθεί να βρει το εκτόπισμά του σε σχέση με άλλους συγγραφείς ή ποιητές όπως ο Μωρεάς, ο Μπωντλαίρ, ο Τολστόι ή ο Ρεμπώ· μόνο που η σύγκρισή του μαζί τους, τον κάνει να αισθάνεται πολύ μικρός, ιδιαίτερα με τον Ρεμπώ.
Αδυναμία έκφρασης Κακοτεχνία.
Καταδίκη σε τρεις λέξεις.
Αυτή είναι η σημείωση που είχε κάνει ο Ζαν Μωρεάς σε κάποια ποιήματα που του είχε στείλει Κωνσταντίνος Καβάφης. Τα λόγια αυτά τον στιγμάτισαν τόσο που εμφανίζονται πολύ συχνά στις σελίδες και του βιβλίου. Βέβαια, στη συνέχεια αποκαλύφθηκε ότι ήταν οι σημειώσεις του Νίκου Μαρδάρα, γραμματέα του Μωρεάς.
Το μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου μάς παρουσιάζει τη μετάβαση του ήρωά μας, από τον νεαρό Κωστή ως τον εμβληματικό ποιητή μας Κωνσταντίνο Καβάφη. Το ταξίδι του αυτό θα εξελιχθεί σε μια ιδιαίτερη περιπλάνηση που σκιαγραφεί τον ερωτικό πόθο ως κίνητρο δημιουργίας αλλά και τονίζει τη δύσκολη σχέση μεταξύ της δημιουργίας και κοινωνικής ζωής.
Πόσο ασυγκράτητος για ηδονή ήταν τότε. Αδέσποτος στις απολαύσεις αλλά πνευματικά ακόμη αφελής. Πίστευε ότι όλοι θα υποκλίνονταν στο ταλέντο του, ότι τα καλύτερα περιοδικά ακόμη και στη μητρόπολη θα τον δημοσίευαν. Σαν να περίμεναν αυτόν να έλθει από την Κωνσταντινούπολη για να τους ξεστραβώσει.

Το Τι μένει από τη νύχτα κλείνει με τον καλύτερο τρόπο. Μας περιγράφει το τι είναι ικανό προκαλέσει ακόμη και μία τρίχα: από το απόλυτο τίποτα, μέχρι το απόλυτο όλα. Μπορεί να είναι ο λόγος της δημιουργίας, ο λόγος του πάθους και της ηδονής. Ο Κωνσταντίνος Καβάφης φαίνεται να αντιλήφθηκε τη σημαντικότητα και της παραμικρής λεπτομέρειας που φάνηκε οτι τον καθόρισε ως ποιητή.

Το νέο μυθιστόρημα της Σωτηροπούλου είναι ένα καθαρό, καθαρότατο διαμάντι γλώσσας, ύφους, έρευνας, αγάπης, εσωτερικής πάλης. Η μυθιστορηματική ανασύσταση ενός μικρού κομματιού της ζωής του μεγάλου ποιητή των ελληνικών και παγκόσμιων γραμμάτων είναι μια απνευστί και με κλειστά μάτια βουτιά στη μετάβαση του Καβάφη από ένα νεαρό γραφιά σε ένα σπουδαίο ποιητή· είναι ο πυρέσσων πόθος που γίνεται πυρέσσουσα τέχνη. Μια λαμπρή στιγμή της Ερσης Σωτηροπούλου.
το «Τι μένει από τη νύχτα» (Πατάκης): ένα μυθιστόρημα για τη δύσκολη σχέση ανάμεσα στην Τέχνη και τη ζωή και τον ερωτικό πόθο ως κίνητρο δημιουργίας, με πρωταγωνιστή τον Καβάφη πριν γίνει ο Κ.Π. Καβάφης που γνωρίζουμε. Πηγή: www.lifo.gr