Κάπου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι ιστορίες του Πένκοφ ποτίζονται με τις αφηγήσεις ανθρώπων δεμένων με την πατρίδα τους, την Βουλγαρία και καταθέτουν με κάθε δυνατό τρόπο τους δεσμούς που ποτέ δεν ξέχασαν. Θυμούνται όμως και τις ρίζες αυτές που δεν ξεριζώνονται γιατί ένας τόπος γεννά πλείστες αναμνήσεις, εικόνες και σκέψεις και για αυτό θέλουν πάντα να γυρίζουν εκεί, κάτι σαν την νοσταλγία του Οδυσσέα που βασανίζει και εμάς ως λαό. Ο Πένκοφ γνωρίζει καλά τις αδυναμίες των συμπατριωτών του, ίσως και του ίδιου και έχει γνώση των δυνατοτήτων αλλά και των οπισθοδρομικών νοοτροπιών που καθηλώνουν την χώρα του σε επιβράδυνση μακριά από τον καλό της εαυτό. Είναι γνώριμα τα Βαλκάνια μονοπάτια, είναι οικείες οι αγκυλώσεις, τα κατεστημένα άβατα του συστήματος αλλά είναι άλλο τόσο μαγική και όμορφα παράξενη αυτή η γη που κρύβει τόσες γλυκές αλχημείες, τόσα αρώματα και γεύσεις αδύνατα κανείς να τα θάψει εντός του όσο και αν το μέλλον που του υπόσχεται είναι ευτυχέστερο σε έναν άλλο τόπο. Ποτέ δεν κάνει λάθος, θα θέλει πάντα και ατέρμονα να επιστρέφει εκεί στην ανηφορική διαδρομή αδιαφορώντας για την κούραση του, μοιάζει όλο αυτό με έναν ατελείωτα σαγηνευτικό μαραθώνιο.
Ο Πένκοφ με γραφή σύγχρονη αλλά τόσο νοσταλγική και εύγλωττη, μοιράζει στους αναγνώστες του συναισθήματα και μυρωδιές που εύκολα κανείς ταυτίζεται με τους ήρωες. Δεν δυσκολεύεται να πιάσει το νόημα των γεγονότων που συνέβησαν αλλά άφησαν πίσω τους σημάδια ανεξίτηλα. Αλληλογραφία, μαρτυρίες, χαρμολύπες, σύνδρομα φόβου για το αύριο, όλα εδώ λαμβάνουν χώρα και οι άνθρωποι έτσι παραδομένοι στο τώρα, με τη ζωή να τους έχει ορίσει τον χώρο δράσης επιθυμούν λίγο από ένα όνειρο που χάθηκε αλλά ποτέ μέσα τους δεν έσβησε το κερί του και η φλόγα του.
Η πολιτική  διαμελίζει και διαιρεί χωρίς να λογαριάζει ανθρώπινες ζωές.
Σε όλα τα διηγήματα του ο Πένκοφ επιφυλάσσει ιστορίες από μία πατρίδα που την πονά και την κοιτάζει από το δικό του παράθυρο, το παράθυρο της ανάμνησης, των παιδικών του χρόνων, μία πατρίδα που θα ήθελε να έχει εξελιχθεί αλλιώς αλλά παράλληλα και μία πατρίδα που καλά κάνει και αντιστέκεται στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης που όλα τα έχει ισοπεδώσει. Εδώ σε αυτό τον τόπο, τον πολλές φορές σκληρό και απρόσιτο που πολλές φορές πνίγεται από τα ίδια του τα στάσιμα νερά και την απραξία, βασιλεύει η αγνότητα και η ειλικρίνεια των ανθρώπων που μοχθούν και παράγουν, που διηγούνται και περιμένουν ένα καλύτερο πρωινό, ένα καλύτερο απόγευμα, ένα πιο πρόσχαρο αύριο. Μέσα σε αυτό το κλίμα και αυτή την ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι του Πένκοφ βρίσκονται εκεί κομμάτια αυτού του δικού του, προσωπικού μωσαϊκού που τίποτα δεν αποκρύπτει από τον ήλιο και την φύση.