Ραλφ Ρότμαν
Πεθαίνοντας την άνοιξη
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 208, τιμή 12,72 ευρώ
Ενα εξαίρετο μυθιστόρημα μας έρχεται από τη Γερμανία. Είναι το όγδοο του Ραλφ Ρότμαν και το πρώτο του που εκδίδεται στη γλώσσα μας. To έχει μεταφέρει θαυμάσια στα ελληνικά η Μαρία Αγγελίδου. Μεταφρασμένο ήδη σε 25 γλώσσες, το Πεθαίνοντας την άνοιξη γνώρισε μόνον ύμνους στον διεθνή Τύπο και ο έλληνας αναγνώστης δεν θα απογοητευθεί διαβάζοντας αυτό το πολύ γερμανικό αλλά και πολύ ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Σε αντίθεση με την τάση των τελευταίων ετών οι συγγραφείς (κυρίως όσοι προέρχονται από τις αγγλόφωνες χώρες) να γράφουν ογκώδη μυθιστορήματα, το βιβλίο αυτό μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες μάς δίνει την εικόνα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με λιτότητα, ακρίβεια, ιμπρεσιονιστικό πάθος και διακριτικό λυρισμό. Ενα μυθιστόρημα αντιπολεμικό που σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να το εντάξει κανείς σε αυτό το οποίο απεκλήθη «αίσθημα ενοχής», όπως αποτυπώνεται στα έργα των εξεχόντων μεταπολεμικών συγγραφέων της Γερμανίας (του Χάινριχ Μπελ και κατ' εξοχήν του Γκίντερ Γκρας). Αλλά πηγαίνει πέρα: το ζήτημα δεν είναι κυρίως αυτό. Είναι ο αγώνας να περισώσει κανείς τον εαυτό του από το Κακό.Συλλογική ή ατομική ενοχή;
Από την άλλη πλευρά, κι εδώ, όπως και σε μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής γερμανικής πεζογραφίας, το ερώτημα περί ενοχής προβάλλει επίσης κυρίαρχο: ποιοι ευθύνονται στη Γερμανία για τον πόλεμο, για τα στρατόπεδα εξόντωσης εβραίων και ανταρτών, για τις ατελείωτες πορείες θανάτου των κρατουμένων; Ευθύνονται συλλογικά ο λαός και οι στρατιώτες ή λίγοι είναι εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν για τα χιτλερικά εγκλήματα, δηλαδή η πολιτική ηγεσία που τα διέταξε και τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού που τα διέπραξαν; Τι γίνεται όταν ένας άνθρωπος, έστω και σε μικρή ηλικία, περάσει το όριο και βρεθεί στην επικράτεια του Κακού;
Το μυθιστόρημα του Ρότμαν υποβάλλει και αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα χωρίς να δίνει απαντήσεις. Οταν κανείς έχει περάσει από την κόλαση, του είναι δύσκολο να μιλήσει, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Ο προβληματισμός αυτός εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τα κείμενα που γράφονται στη Γερμανία με θέμα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη χιτλερική εποχή, είτε είναι ιστορικές και κοινωνικές αναλύσεις είτε έργα της δημιουργικής φαντασίας.
Οταν η διεθνής κριτική συγκρίνει ένα σύγχρονο έργο με αντίστοιχα που τα θεωρούμε κλασικά είναι μια σαφής ένδειξη της αξίας του. Το Πεθαίνοντας την άνοιξη το έχουν συγκρίνει με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο του Γκίντερ Γκρας και το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Ρεμάρκ. Αντιπολεμικά είναι και τα τρία, αλλά οι συγκρίσεις νομίζω ότι θα πρέπει να σταματούν εδώ.Ο Ρότμαν γεννήθηκε το 1953, δεν είχε επομένως άμεσες εμπειρίες του πολέμου. Το σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας αυτός επιλέγοντας από το παρελθόν το πλέον καταστροφικό μέρος που αφορά τη χώρα του μας μιλά για εκείνο που εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν της - κατά συνέπεια και το παρόν της Ευρώπης, είτε ευθέως είτε εξ αντανακλάσεως. Εγραψε ένα βιβλίο όπου δεν λείπει το πάθος δίπλα στον ρεαλισμό, απολύτως ακριβές από αφηγηματικής πλευράς, με μια γραφή που θυμίζει διαδοχή κινηματογραφικών σεκάνς, η οποία όμως δεν υποκαθιστά τα αφηγηματικά που έχει στη διάθεσή του αυτός ο ικανός πεζογράφος.
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη. Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ. Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη· διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον. A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω. Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον. Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017
Ο αγώνας να περισώσει κανείς τον εαυτό του από το Κακό.
Ραλφ Ρότμαν
Πεθαίνοντας την άνοιξη
Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2017
σελ. 208, τιμή 12,72 ευρώ
Ενα εξαίρετο μυθιστόρημα μας έρχεται από τη Γερμανία. Είναι το όγδοο του Ραλφ Ρότμαν και το πρώτο του που εκδίδεται στη γλώσσα μας. To έχει μεταφέρει θαυμάσια στα ελληνικά η Μαρία Αγγελίδου. Μεταφρασμένο ήδη σε 25 γλώσσες, το Πεθαίνοντας την άνοιξη γνώρισε μόνον ύμνους στον διεθνή Τύπο και ο έλληνας αναγνώστης δεν θα απογοητευθεί διαβάζοντας αυτό το πολύ γερμανικό αλλά και πολύ ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Σε αντίθεση με την τάση των τελευταίων ετών οι συγγραφείς (κυρίως όσοι προέρχονται από τις αγγλόφωνες χώρες) να γράφουν ογκώδη μυθιστορήματα, το βιβλίο αυτό μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες μάς δίνει την εικόνα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου με λιτότητα, ακρίβεια, ιμπρεσιονιστικό πάθος και διακριτικό λυρισμό. Ενα μυθιστόρημα αντιπολεμικό που σε πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε να το εντάξει κανείς σε αυτό το οποίο απεκλήθη «αίσθημα ενοχής», όπως αποτυπώνεται στα έργα των εξεχόντων μεταπολεμικών συγγραφέων της Γερμανίας (του Χάινριχ Μπελ και κατ' εξοχήν του Γκίντερ Γκρας). Αλλά πηγαίνει πέρα: το ζήτημα δεν είναι κυρίως αυτό. Είναι ο αγώνας να περισώσει κανείς τον εαυτό του από το Κακό.Συλλογική ή ατομική ενοχή;
Από την άλλη πλευρά, κι εδώ, όπως και σε μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής γερμανικής πεζογραφίας, το ερώτημα περί ενοχής προβάλλει επίσης κυρίαρχο: ποιοι ευθύνονται στη Γερμανία για τον πόλεμο, για τα στρατόπεδα εξόντωσης εβραίων και ανταρτών, για τις ατελείωτες πορείες θανάτου των κρατουμένων; Ευθύνονται συλλογικά ο λαός και οι στρατιώτες ή λίγοι είναι εκείνοι που θα έπρεπε να πληρώσουν για τα χιτλερικά εγκλήματα, δηλαδή η πολιτική ηγεσία που τα διέταξε και τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού που τα διέπραξαν; Τι γίνεται όταν ένας άνθρωπος, έστω και σε μικρή ηλικία, περάσει το όριο και βρεθεί στην επικράτεια του Κακού;
Το μυθιστόρημα του Ρότμαν υποβάλλει και αυτά και άλλα συναφή ερωτήματα χωρίς να δίνει απαντήσεις. Οταν κανείς έχει περάσει από την κόλαση, του είναι δύσκολο να μιλήσει, όχι μόνο για τους άλλους αλλά και για τον ίδιο τον εαυτό του. Ο προβληματισμός αυτός εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τα κείμενα που γράφονται στη Γερμανία με θέμα τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη χιτλερική εποχή, είτε είναι ιστορικές και κοινωνικές αναλύσεις είτε έργα της δημιουργικής φαντασίας.
Οταν η διεθνής κριτική συγκρίνει ένα σύγχρονο έργο με αντίστοιχα που τα θεωρούμε κλασικά είναι μια σαφής ένδειξη της αξίας του. Το Πεθαίνοντας την άνοιξη το έχουν συγκρίνει με το Τενεκεδένιο ταμπούρλο του Γκίντερ Γκρας και το Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο του Ρεμάρκ. Αντιπολεμικά είναι και τα τρία, αλλά οι συγκρίσεις νομίζω ότι θα πρέπει να σταματούν εδώ.Ο Ρότμαν γεννήθηκε το 1953, δεν είχε επομένως άμεσες εμπειρίες του πολέμου. Το σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας αυτός επιλέγοντας από το παρελθόν το πλέον καταστροφικό μέρος που αφορά τη χώρα του μας μιλά για εκείνο που εξακολουθεί να στοιχειώνει το παρόν της - κατά συνέπεια και το παρόν της Ευρώπης, είτε ευθέως είτε εξ αντανακλάσεως. Εγραψε ένα βιβλίο όπου δεν λείπει το πάθος δίπλα στον ρεαλισμό, απολύτως ακριβές από αφηγηματικής πλευράς, με μια γραφή που θυμίζει διαδοχή κινηματογραφικών σεκάνς, η οποία όμως δεν υποκαθιστά τα αφηγηματικά που έχει στη διάθεσή του αυτός ο ικανός πεζογράφος.
Πέμπτη 27 Ιουλίου 2017
Εκτός των τειχών: από μόνη της η ζωή του Βαν Γκογκ είναι μυθιστόρημα...
Εκτός των τειχών: από μόνη της η ζωή του Βαν Γκογκ είναι μυθιστόρημα...: Στο «Βαλς των δέντρων και του ουρανού» διαβάζουμε το υποτιθέμενο ημερολόγιο της Μαργκερίτ, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε μυστικά που η ίδια, ...
από μόνη της η ζωή του Βαν Γκογκ είναι μυθιστόρημα....
Στο «Βαλς των δέντρων και του ουρανού» διαβάζουμε το υποτιθέμενο ημερολόγιο της Μαργκερίτ, αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε μυστικά που η ίδια, ως τον θάνατό της, το 1949, κράτησε επτασφράγιστα.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας του ο Γκενασιά παρεμβάλλει κάθε τόσο διάφορα ντοκουμέντα: σύντομες ειδήσεις από την επαρχιακή εφημερίδα «Lanterne», σπαράγματα από την απέραντη αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του Τεό, καθώς και κείμενα σαν αυτό από τα απομνημονεύματα της συζύγου του Τεό για την εικόνα που παρουσίαζε ο Βίνσεντ βγαίνοντας από το άσυλο τον Μάιο του 1890: «... Εγώ ήξερα ότι επρόκειτο να συναντήσω έναν άρρωστο άνθρωπο [...] και βρέθηκα μπροστά σε έναν άντρα πλήρως συγκροτημένο, χειροδύναμο, με φαρδιές πλάτες, υγιή όψη, χαρούμενη έκφραση και γεμάτο αποφασιστικότητα [...] και η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα γι' αυτόν ήταν: σφύζει από υγεία!». Έτσι ακριβώς παρουσιάζεται και ο μυθιστορηματικός «Βίνσεντ».
Ο Γκενασιά αποφεύγει να αναφέρει το επώνυμο του ήρωά του, ενώ και για το παρελθόν του οι πληροφορίες που μας δίνει είναι ελάχιστες: ότι είναι κάπως διαταραγμένος, ότι έχει νοσηλευτεί για ένα διάστημα στο νοσοκομείο του Σαιντ-Ρεμί, ότι μόλις εξέθεσε δύο πίνακές του στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων –ένας από τους οποίους ήταν η «Έναστρη Νύχτα»– και ότι η παραμονή του στο Οβέρ υπό την εποπτεία του γιατρού Γκασέ οφείλεται σε πρωτοβουλία του Πισαρό, ο οποίος θεωρούσε ότι μόνο καλό θα έκαναν στον φίλο του η εξοχή και ο καθαρός αέρας.
Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση της ηρωίδας του ο Γκενασιά παρεμβάλλει κάθε τόσο διάφορα ντοκουμέντα: σύντομες ειδήσεις από την επαρχιακή εφημερίδα «Lanterne», σπαράγματα από την απέραντη αλληλογραφία του Βαν Γκογκ με τον αδελφό του Τεό, καθώς και κείμενα σαν αυτό από τα απομνημονεύματα της συζύγου του Τεό για την εικόνα που παρουσίαζε ο Βίνσεντ βγαίνοντας από το άσυλο τον Μάιο του 1890: «... Εγώ ήξερα ότι επρόκειτο να συναντήσω έναν άρρωστο άνθρωπο [...] και βρέθηκα μπροστά σε έναν άντρα πλήρως συγκροτημένο, χειροδύναμο, με φαρδιές πλάτες, υγιή όψη, χαρούμενη έκφραση και γεμάτο αποφασιστικότητα [...] και η πρώτη εντύπωση που σχημάτισα γι' αυτόν ήταν: σφύζει από υγεία!». Έτσι ακριβώς παρουσιάζεται και ο μυθιστορηματικός «Βίνσεντ».
Ο Γκενασιά αποφεύγει να αναφέρει το επώνυμο του ήρωά του, ενώ και για το παρελθόν του οι πληροφορίες που μας δίνει είναι ελάχιστες: ότι είναι κάπως διαταραγμένος, ότι έχει νοσηλευτεί για ένα διάστημα στο νοσοκομείο του Σαιντ-Ρεμί, ότι μόλις εξέθεσε δύο πίνακές του στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων –ένας από τους οποίους ήταν η «Έναστρη Νύχτα»– και ότι η παραμονή του στο Οβέρ υπό την εποπτεία του γιατρού Γκασέ οφείλεται σε πρωτοβουλία του Πισαρό, ο οποίος θεωρούσε ότι μόνο καλό θα έκαναν στον φίλο του η εξοχή και ο καθαρός αέρας.
Μυθιστορηματικές, αλλά όχι μόνο, ανατροπές, μια ιστορία αγάπης και ένα ατελέσφορο ταξίδι προς την ελευθερία είναι οι άξονες εντός των οποίων ο συγγραφέας εκκινεί το μύθο με μαεστρία, κλιμακώνοντας τη συγκίνηση και την αγωνία.
Θέτει ερωτήματα που πλέον απαντώνται διαφορετικά από την έρευνα και καταρρίπτουν εδραιωμένες αντιλήψεις: ο Βαν Γκογκ αυτοκτόνησε; ο γιατρός Γκασέ ήταν στ’ αλήθεια φιλότεχνος;
Η Μαργκερίτ και ο Βαν Γκογκ αποζητούν και οι δύο την ανεξαρτησία τους και θέτουν τη ζωγραφική στο κέντρο της ύπαρξής τους.
Η Μαργκερίτ όμως δεν μπορεί να γίνει ζωγράφος στον 19ο αιώνα επειδή είναι γυναίκα. Κι ο Βαν Γκογκ δεν θα αναγνωριστεί όσο ζει γιατί οι ιμπρεσιονιστές χλευάζονται από το κοινό και την κριτική της εποχής.
Ο Γκενασιά παραδίδει δυο υπέροχους ήρωες, έναν αναπόδεικτο μύθο, του έρωτά τους, και παίρνει θέση στη συζήτηση για την αυτοκτονία του Βαν Γκογκ. Μεταφέρει επίσης υποδειγματικά στη λογοτεχνία το αισθητικό σοκ που προκάλεσαν οι ιμπρεσιονιστές σε μια Ευρώπη ανέτοιμη να τους αναγνωρίσει.
“Το βαλς των δέντρων και του ουρανού”του Ζαν Μισέλ Γκενασιά με εξώφυλλο τη μαγική “Έναστρη νύχτα” του Βαν Γκογκ κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.
Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017
ΖΟΥΡΓΟΣ, ΛΙΓΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ
Τρία είναι τα κεντρικά υλικά με τα οποία έχει χτιστεί αυτό το
μυθιστόρημα.
Πρώτα απ’ όλα η πόλη. Η Θεσσαλονίκη από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τα τέλη του περίπου. Η ταυτότητα της, τα πάθη της, οι επεμβάσεις πάνω στον οικοδομικό, αλλά και στον κοινωνικό ιστό. η μετατροπή μιας πολυπολιτισμικής πόλης σε μια νέας μορφής μεγαλούπολη με περισσότερο εμφανές το εθνικό της πρόσωπο.
Δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα αυτό είναι η συνομιλία του με μυθιστορήματα του
παρελθόντος. Πολύ σύντομα ο αναγνώστης θα αποδεχτεί την ένταξη ανάμεσα
στους από τον Ζουργό χαρακτήρες και ενός ακόμα – του Γιούγκερμαν, ήρωα κομβικό
στο έργο του Μ. Καραγάτση.
Γιατί οι άνθρωποι στην
αληθινή ζωή μπορεί να τύχει να συνυπάρξουν, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με
τους ήρωες των μυθιστορημάτων. Μάλλον γιατί αν ένας μυθιστορηματικός ήρωας
βασίστηκε πάνω στη ζωή ενός αληθινού προσώπου, τελικά αυτός που θα μείνει στη
μνήμη των επόμενων γενεών θα είναι ο φτιαγμένος από λέξεις και όχι από σάρκα.
Αλλά
δεν είναι μόνο ο Καραγάτσης που ο Ζουργός τιμά. Συχνά μας έρχονται στον νου
στιγμές και πρόσωπα άλλοτε από τους Αθλίους κι
άλλοτε από τον τρόπο που ο Τολστόι περιέγραφε την αχανή ρωσική γη ή ο Μπαλζάκ
την μεγαλοαστική τάξη του Παρισιού.
Τέλος,
και σε αυτό το μυθιστόρημα κυριαρχεί
η ανδρική ματιά.
Ο
ήρωας αυτού του μυθιστορήματος –ο Λευτέρης Ζεύγος ή και Ευγένιος Ζιρντό– είναι
ανήσυχος, ανασφαλής εγωκεντρικός, λάτρης του χρήματος, αμοραλιστής. Δίπλα του
πάντα μια γυναίκα, ανολοκλήρωτη. Αν και όλη του τη ζωή ένας και μόνο έρωτας φαίνεται να τη διαπερνά. στην αφήγηση δεν πείθει για αυτόν.
Κινείται συνεχώς, και από τη Θεσσαλονίκη των αρχών του αιώνα, θα βρεθεί στην παγωμένη Ουκρανία, θα αναζητήσει την τύχη του στο Παρίσι, θα τη βρει στη Μασσαλία, θα τη χάσει στην Αμβέρσα και τελικά θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όπου και θα κλείσει μια ζωή γεμάτη από φιλοδοξίες, οικονομικούς σχεδιασμούς, ερωτικές απογοητεύσεις, προδοσίες, εγκληματικές πράξεις, αναπολήσεις και ανασχεδιασμούς.
Ο συγγραφέας ίσως ολοκληρώνει την εξιστόρηση της πορείας της
πόλης του μέσα στο πέρασμα των τελευταίων αιώνων. Από τα χρόνια του Μεσαίωνα
μέχρι τον καιρό τον δικό μας – δηλαδή από το Στη σκιά της
πεταλούδας, του 2005, έως εφέτος, το 2017 με το Λίγες και μία νύχτες.
Ο Ζουργός προσπαθεί να φωτίζει την τραγικότητα μιας ολόκληρης εποχής μέσα από τα έργα ενός ανθρώπου που ενώ την ίδια αυτή εποχή έζησε, μόνο ό,τι πλέον ιδιωτικό και ατομικιστικό τον ενδιέφερε και τον ενεργοποιούσε.
Από τη δικιά του πλέον σκοπιά, λοιπόν, ο αναγνώστης συμπάσχει όχι τόσο με τα συναισθήματα του ήρωα, όσο με τα όσα ονειρεύτηκαν ματαίως ή έζησαν ως περιόδους εφιάλτη τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου –κεντρικά ή μη– μα και ακόμα με τις αγχωμένες ανάσες μιας ολόκληρης πολιτείας και των τόσο διαφορετικών ανθρώπων που την κατοίκησαν και την κατοικούνε.
Υποστηρίζει, τέλος, την αντίληψη πως η Τέχνη ίσως να είναι
σημαντικότερη της ζωής που περιγράφει. Κι αν όχι σημαντικότερη, σίγουρα πλέον
διαχρονική.
Ένα
καλό μυθιστόρημα, πολυσέλιδο, που
ακολουθεί τους κανόνες μιας κλασικής αντίληψης μυθιστορηματικής σύνθεσης. Με πολλές τεκμηριωμένες ιστορικές πληροφορίες.
Βγαίνει όμως μέσα από όλα αυτά κερδισμένη
η λογοτεχνική αφήγηση;
Κυριακή 11 Ιουνίου 2017
ΑΞΙΟ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ!!
Με φόντο το Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ, μαθαίνουμε την ιστορία του Αντώνη Καμπάνη που έφτασε στις ΗΠΑ ως μετανάστης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά και του γιου του Μπέιζιλ Καμπάνη που γεννήθηκε εκεί και έκανε οικογένεια, και την δεκαετία του '80 τη βγάζει πέρα δύσκολα. Από τα υψηλά στα χαμηλά και από τις απατηλές προσδοκίες στην ψευδαίσθηση, φτιάχνονται οι ιστορίες που ενώνονται στη χοάνη των χαμένων ονείρων που λέγεται Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ. Σε αυτή την πόλη που γνώρισε την ακμή δεν άργησαν να πάρουν τη θέση τους η παραοικονομία, η φτώχεια και ο μαρασμός. Στις σελίδες του βιβλίου οι πρωταγωνιστές, που προσπαθούν να ξεφύγουν αναζητώντας τα ψήγματα του αμερικανικού ονείρου, γίνονται ψιλολαθρέμποροι πουλώντας παράνομη γκράπα, ψιλοεπιχειρηματίες διατηρώντας ελληνικά ντάινερ με υψηλές βλέψεις για κέρδη, συντηρώντας νεκρούς και νεκροφόρες. Τα όνειρα των πρωταγωνιστών, από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικές απαρχές, που βγήκαν όλα πλάνες, δεν τους αφήνουν να ξεφύγουν από το υφάδι της μοίρας που τους δένει
Είναι ένα μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, σφιχτοδεμένο και σχετικά μικρό ,και είναι απ' αυτά που συνειδητοποιείς το μεγαλείο τους όχι τόσο όσο τα διαβάζεις, αλλά όταν τα τελειώσεις.
Η χρήση του ενεστώτα δίνει ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, μιλά για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων , χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Ο στρωτός μακροπερίοδος λόγος έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Στους Δενδρίτες όλα αυτά φαίνονται να λειτουργούν αρμονικά, καθώς η ποίηση δίνει το στίγμα ενός ιδανικού υπερεγώ –οι στίχοι του Ουίτμαν και τα χαϊκού του Βιρτζίλιο που παρατίθενται ως μότο μοιάζουν με τα αρχαία χορικά στην εξιστόρηση του δράματος–, ενώ η σκηνοθετική δράση αναπαριστά με τα πιο εύληπτα χρώματα εποχές, τάσεις, συνήθειες, καθημερινές πρακτικές και υπαρξιακά απωθημένα.
Είναι ένα μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, σφιχτοδεμένο και σχετικά μικρό ,και είναι απ' αυτά που συνειδητοποιείς το μεγαλείο τους όχι τόσο όσο τα διαβάζεις, αλλά όταν τα τελειώσεις.
Η χρήση του ενεστώτα δίνει ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, μιλά για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων , χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Ο στρωτός μακροπερίοδος λόγος έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Στους Δενδρίτες όλα αυτά φαίνονται να λειτουργούν αρμονικά, καθώς η ποίηση δίνει το στίγμα ενός ιδανικού υπερεγώ –οι στίχοι του Ουίτμαν και τα χαϊκού του Βιρτζίλιο που παρατίθενται ως μότο μοιάζουν με τα αρχαία χορικά στην εξιστόρηση του δράματος–, ενώ η σκηνοθετική δράση αναπαριστά με τα πιο εύληπτα χρώματα εποχές, τάσεις, συνήθειες, καθημερινές πρακτικές και υπαρξιακά απωθημένα.
Υπάρχει μια ποιητική εικόνα που στοιχειώνει το πρώτο μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη. Είναι η εικόνα της χιονονιφάδας με τους αριστουργηματικούς σχηματισμούς της σε άπειρες παραλλαγές. Κι όμως, όταν αυτή η νιφάδα λιώνει, χάνεται για πάντα η μοναδική ομορφιά της, και δεν αφήνει πίσω της κανένα ίχνος. Έτσι χάνεται και το προσωπικό αποτύπωμα που φιλοδοξούν να αφήσουν οι άνθρωποι, όταν τα όνειρά τους ματαιώνονται από τον ρου των γεγονότων, πριν προλάβουν να γίνουν συλλογικές προοπτικές. Το παράξενο –αλλά και μαγικό– είναι πως υπάρχει μια κοινή ονομασία για τους σχηματισμούς που παίρνουν οι κρύσταλλοι του χιονιού και για τις συνάψεις των νευρώνων του εγκεφάλου που, ανάλογα με το εάν είναι ενεργοί, κρατούν ή όχι τις μνήμες μας: λέγονται «δενδρίτες».
Αυτή την ανοίκεια λέξη διάλεξε για τίτλο του βιβλίου της η Παπαδάκη, κι αυτή είναι η καλύτερη εισαγωγή στο θέμα της. Διότι στους Δενδρίτες (εκδ. Πόλις) μάς μιλά για τα όνειρα που απαξιώνονται, για τις ψευδαισθήσεις που διαλύονται, για τα σχέδια που καταρρέουν και για τις χαμένες γενιές και τις χαμένες μνήμες σε εποχές αβεβαιότητας, όπως είναι η σημερινή.
Σάββατο 6 Μαΐου 2017
Μίροσλαβ Πένκοφ, Ανατολικά της Δύσης, εκδόσεις Αντίποδες.
Κάπου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, οι ιστορίες του
Πένκοφ ποτίζονται με τις αφηγήσεις ανθρώπων δεμένων με την πατρίδα τους,
την Βουλγαρία και καταθέτουν με κάθε δυνατό τρόπο τους δεσμούς που ποτέ
δεν ξέχασαν. Θυμούνται όμως και τις ρίζες αυτές
που δεν ξεριζώνονται γιατί ένας τόπος γεννά πλείστες αναμνήσεις,
εικόνες και σκέψεις και για αυτό θέλουν πάντα να γυρίζουν εκεί, κάτι σαν
την νοσταλγία του Οδυσσέα που βασανίζει και εμάς ως λαό. Ο Πένκοφ
γνωρίζει καλά τις αδυναμίες των συμπατριωτών του, ίσως και του ίδιου και
έχει γνώση των δυνατοτήτων αλλά και των οπισθοδρομικών νοοτροπιών που
καθηλώνουν την χώρα του σε επιβράδυνση μακριά από τον καλό της εαυτό.
Είναι γνώριμα τα Βαλκάνια μονοπάτια, είναι οικείες οι αγκυλώσεις, τα
κατεστημένα άβατα του συστήματος αλλά είναι άλλο τόσο μαγική και όμορφα
παράξενη αυτή η γη που κρύβει τόσες γλυκές αλχημείες, τόσα αρώματα και
γεύσεις αδύνατα κανείς να τα θάψει εντός του όσο και αν το μέλλον που
του υπόσχεται είναι ευτυχέστερο σε έναν άλλο τόπο. Ποτέ δεν κάνει λάθος,
θα θέλει πάντα και ατέρμονα να επιστρέφει εκεί στην ανηφορική διαδρομή
αδιαφορώντας για την κούραση του, μοιάζει όλο αυτό με έναν ατελείωτα
σαγηνευτικό μαραθώνιο.
Ο Πένκοφ με γραφή σύγχρονη αλλά τόσο νοσταλγική και εύγλωττη, μοιράζει στους αναγνώστες του συναισθήματα και μυρωδιές που εύκολα κανείς ταυτίζεται με τους ήρωες. Δεν δυσκολεύεται να πιάσει το νόημα των γεγονότων που συνέβησαν αλλά άφησαν πίσω τους σημάδια ανεξίτηλα. Αλληλογραφία, μαρτυρίες, χαρμολύπες, σύνδρομα φόβου για το αύριο, όλα εδώ λαμβάνουν χώρα και οι άνθρωποι έτσι παραδομένοι στο τώρα, με τη ζωή να τους έχει ορίσει τον χώρο δράσης επιθυμούν λίγο από ένα όνειρο που χάθηκε αλλά ποτέ μέσα τους δεν έσβησε το κερί του και η φλόγα του.
Η πολιτική διαμελίζει και διαιρεί χωρίς να λογαριάζει ανθρώπινες ζωές.
Σε όλα τα διηγήματα του ο Πένκοφ επιφυλάσσει ιστορίες από μία πατρίδα που την πονά και την κοιτάζει από το δικό του παράθυρο, το παράθυρο της ανάμνησης, των παιδικών του χρόνων, μία πατρίδα που θα ήθελε να έχει εξελιχθεί αλλιώς αλλά παράλληλα και μία πατρίδα που καλά κάνει και αντιστέκεται στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης που όλα τα έχει ισοπεδώσει. Εδώ σε αυτό τον τόπο, τον πολλές φορές σκληρό και απρόσιτο που πολλές φορές πνίγεται από τα ίδια του τα στάσιμα νερά και την απραξία, βασιλεύει η αγνότητα και η ειλικρίνεια των ανθρώπων που μοχθούν και παράγουν, που διηγούνται και περιμένουν ένα καλύτερο πρωινό, ένα καλύτερο απόγευμα, ένα πιο πρόσχαρο αύριο. Μέσα σε αυτό το κλίμα και αυτή την ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι του Πένκοφ βρίσκονται εκεί κομμάτια αυτού του δικού του, προσωπικού μωσαϊκού που τίποτα δεν αποκρύπτει από τον ήλιο και την φύση.
Ο Πένκοφ με γραφή σύγχρονη αλλά τόσο νοσταλγική και εύγλωττη, μοιράζει στους αναγνώστες του συναισθήματα και μυρωδιές που εύκολα κανείς ταυτίζεται με τους ήρωες. Δεν δυσκολεύεται να πιάσει το νόημα των γεγονότων που συνέβησαν αλλά άφησαν πίσω τους σημάδια ανεξίτηλα. Αλληλογραφία, μαρτυρίες, χαρμολύπες, σύνδρομα φόβου για το αύριο, όλα εδώ λαμβάνουν χώρα και οι άνθρωποι έτσι παραδομένοι στο τώρα, με τη ζωή να τους έχει ορίσει τον χώρο δράσης επιθυμούν λίγο από ένα όνειρο που χάθηκε αλλά ποτέ μέσα τους δεν έσβησε το κερί του και η φλόγα του.
Η πολιτική διαμελίζει και διαιρεί χωρίς να λογαριάζει ανθρώπινες ζωές.
Σε όλα τα διηγήματα του ο Πένκοφ επιφυλάσσει ιστορίες από μία πατρίδα που την πονά και την κοιτάζει από το δικό του παράθυρο, το παράθυρο της ανάμνησης, των παιδικών του χρόνων, μία πατρίδα που θα ήθελε να έχει εξελιχθεί αλλιώς αλλά παράλληλα και μία πατρίδα που καλά κάνει και αντιστέκεται στην λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης που όλα τα έχει ισοπεδώσει. Εδώ σε αυτό τον τόπο, τον πολλές φορές σκληρό και απρόσιτο που πολλές φορές πνίγεται από τα ίδια του τα στάσιμα νερά και την απραξία, βασιλεύει η αγνότητα και η ειλικρίνεια των ανθρώπων που μοχθούν και παράγουν, που διηγούνται και περιμένουν ένα καλύτερο πρωινό, ένα καλύτερο απόγευμα, ένα πιο πρόσχαρο αύριο. Μέσα σε αυτό το κλίμα και αυτή την ατμόσφαιρα, οι άνθρωποι του Πένκοφ βρίσκονται εκεί κομμάτια αυτού του δικού του, προσωπικού μωσαϊκού που τίποτα δεν αποκρύπτει από τον ήλιο και την φύση.
Δευτέρα 17 Απριλίου 2017
Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι ......
Ο ΕΠΙΦΑΝΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
“Βραβείο ανδρικής ερμηνείας στη Βενετία και βραβείο κοινού στη Θεσσαλονίκη, για μια ταινία που παγιδεύει, με ένα σενάριο-κόσμημα και κυνικό χιούμορ, την αιώνια πάλη τέχνης και ζωής που θέλει και τις δύο πλευρές χαμένες”. “Μια συναρπαστική, οξυδερκής και πολύ διασκεδαστική παρατήρηση της ανθρώπινης φύσης στα χειρότερα και στα καλύτερά της, που συχνά είναι το ίδιο πράγμα”. ***Λ.Γαλανού Εφημερίδα των Συντακτών
“Βραβευμένο στο περσινό Φεστιβάλ Βενετίας, το ευχάριστο, πικρό και σαρκαστικό φιλμ του σκηνοθετικού ντουέτου Ντουπρά – Κον εκτοξεύει εύστοχες παρατηρήσεις για την ουσία της τέχνης μέσα από τη ματιά ενός νομπελίστα συγγραφέα, ο οποίος, αφού απορρίπτει όλες τις προτάσεις για διαλέξεις και εμφανίσεις, αποφασίζει να ανακαλέσει την αρχική του άρνηση και να δεχτεί την τιμητική βράβευση στη γενέθλια πόλη του”. *** Θ.Κουτσογιαννόπουλος Lifo
Σάββατο 4 Μαρτίου 2017
Έλενας Χουζούρη Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ (εκδ. Πατάκη)
Οι Εβραίοι της Σαλονίκης και η αντιπάθεια των Ελλήνων
Η Θεσσαλονίκη παλαιότερα ονομαζόταν
«μητέρα του Ισραήλ» (εβρ. ir v’em beyisrael) και η καταγωγή του
μεγαλύτερου μέρους του εβραϊκού ελληνισμού της ήταν σεφαραδίτικη. Η
γενοκτονία των Γερμανών παρουσιάστηκε ως «εκτοπισμός» των Εβραϊκών
πληθυσμών. Το μυθιστόρημα θέτει επί τάπητος την αναγκαιότητα υπόμνησης
της αλήθειας και ως προτεραιότητα το «θέλω να θυμάμαι» έναντι της
αμνημοσύνης.
Στις 11 Ιουλίου 1942 οι Γερμανοί,
καθοδηγούμενοι από τον Αλόις Μπρούνερ περικύκλωσαν τους Εβραίους της
Θεσσαλονίκης με σκοπό να τους εκτοπίσουν στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Η
κοινότητα πλήρωσε το ποσόν των 2,5 δισεκατομμυρίων δραχμών για την
ελευθερία της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να καθυστερήσει ο
εκτοπισμός ώς τον επόμενο Μάρτιο. Το 96% των μελών της εβραϊκής
κοινότητας της Θεσσαλονίκης, δηλαδή 46.091 άνθρωποι, εστάλησαν στο
Άουσβιτς.
Μόνο 1950 επέστρεψαν και βρήκαν τις περισσότερες από τις
εξήντα συναγωγές τους κατεστραμμένες, το νεκροταφείο τους συλημένο και
τα σχολεία τους ερειπωμένα. Αρκετοί επιζώντες μετανάστευσαν στο Ισραήλ
και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μισή χιλιετία σεφαραδίτικης κληρονομιάς
μιας ακμάζουσας κοινότητας της πόλης κυριολεκτικά αφανίστηκε. Κάποιοι
για να γλιτώσουν καταφεύγουν στα βουνά και εντάσσονται στον ΕΛΑΣ και την
Αντίσταση. Ανάμεσα σε αυτούς η ηρωίδα του βιβλίου γιαγιά Λούνα.
Στα αίτια καταλέγονται
- η περιορισμένη ενσωμάτωση της εβραϊκής κοινότητας στην ευρύτερη κοινωνία της Θεσσαλονίκης
- το κλίμα αντισημιτισμού στον Μεσοπόλεμο, που είχε μάλλον εθνικιστικές παρά φυλετικές ρίζες, καθώς σχετίζεται με την ιστορία της ένταξης της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος μόλις το 1913.
- Η ελληνική ελίτ δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την περίοπτη θέση του εβραϊκού στοιχείου, καθώς ακόμη και μετά την άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία, η εθνολογική σύνθεση της πόλης δεν ήταν 100% ελληνική.
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)












