Με φόντο το Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ, μαθαίνουμε την ιστορία του Αντώνη Καμπάνη που έφτασε στις ΗΠΑ ως μετανάστης την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, αλλά και του γιου του Μπέιζιλ Καμπάνη που γεννήθηκε εκεί και έκανε οικογένεια, και την δεκαετία του '80 τη βγάζει πέρα δύσκολα. Από τα υψηλά στα χαμηλά και από τις απατηλές προσδοκίες στην ψευδαίσθηση, φτιάχνονται οι ιστορίες που ενώνονται στη χοάνη των χαμένων ονείρων που λέγεται Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϊ. Σε αυτή την πόλη που γνώρισε την ακμή δεν άργησαν να πάρουν τη θέση τους η παραοικονομία, η φτώχεια και ο μαρασμός. Στις σελίδες του βιβλίου οι πρωταγωνιστές, που προσπαθούν να ξεφύγουν αναζητώντας τα ψήγματα του αμερικανικού ονείρου, γίνονται ψιλολαθρέμποροι πουλώντας παράνομη γκράπα, ψιλοεπιχειρηματίες διατηρώντας ελληνικά ντάινερ με υψηλές βλέψεις για κέρδη, συντηρώντας νεκρούς και νεκροφόρες. Τα όνειρα των πρωταγωνιστών, από διαφορετικές γενιές και με διαφορετικές απαρχές, που βγήκαν όλα πλάνες, δεν τους αφήνουν να ξεφύγουν από το υφάδι της μοίρας που τους δένει
Είναι ένα μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, σφιχτοδεμένο και σχετικά μικρό ,και είναι απ' αυτά που συνειδητοποιείς το μεγαλείο τους όχι τόσο όσο τα διαβάζεις, αλλά όταν τα τελειώσεις.
Η χρήση του ενεστώτα δίνει ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, μιλά για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων , χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Ο στρωτός μακροπερίοδος λόγος έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Στους Δενδρίτες όλα αυτά φαίνονται να λειτουργούν αρμονικά, καθώς η ποίηση δίνει το στίγμα ενός ιδανικού υπερεγώ –οι στίχοι του Ουίτμαν και τα χαϊκού του Βιρτζίλιο που παρατίθενται ως μότο μοιάζουν με τα αρχαία χορικά στην εξιστόρηση του δράματος–, ενώ η σκηνοθετική δράση αναπαριστά με τα πιο εύληπτα χρώματα εποχές, τάσεις, συνήθειες, καθημερινές πρακτικές και υπαρξιακά απωθημένα.
Είναι ένα μυθιστόρημα χαμηλών τόνων, σφιχτοδεμένο και σχετικά μικρό ,και είναι απ' αυτά που συνειδητοποιείς το μεγαλείο τους όχι τόσο όσο τα διαβάζεις, αλλά όταν τα τελειώσεις.
Η χρήση του ενεστώτα δίνει ζωντάνια κι αμεσότητα στο κείμενο, μιλά για το παρόν και τις επιλογές των χαρακτήρων , χωρίς να μοιάζουν ήδη με κάτι το μακρινό και τετελεσμένο. Επικρατεί η ψευδαίσθηση ότι τα πράγματα μπορούν να πάρουν ανά πάσα στιγμή κι άλλη τροπή, κι ότι οι πράξεις των χαρακτήρων παίρνουν μορφή και σχήμα μπροστά στα μάτια του αναγνώστη.
Ο στρωτός μακροπερίοδος λόγος έχει μια λανθάνουσα προφορικότητα, κι έχει συχνά κανείς την αίσθηση ότι ζει μέσα στο κείμενο, στον ειρμό του παντογνώστη συγγραφέα.
Στους Δενδρίτες όλα αυτά φαίνονται να λειτουργούν αρμονικά, καθώς η ποίηση δίνει το στίγμα ενός ιδανικού υπερεγώ –οι στίχοι του Ουίτμαν και τα χαϊκού του Βιρτζίλιο που παρατίθενται ως μότο μοιάζουν με τα αρχαία χορικά στην εξιστόρηση του δράματος–, ενώ η σκηνοθετική δράση αναπαριστά με τα πιο εύληπτα χρώματα εποχές, τάσεις, συνήθειες, καθημερινές πρακτικές και υπαρξιακά απωθημένα.
Υπάρχει μια ποιητική εικόνα που στοιχειώνει το πρώτο μυθιστόρημα της Κάλλιας Παπαδάκη. Είναι η εικόνα της χιονονιφάδας με τους αριστουργηματικούς σχηματισμούς της σε άπειρες παραλλαγές. Κι όμως, όταν αυτή η νιφάδα λιώνει, χάνεται για πάντα η μοναδική ομορφιά της, και δεν αφήνει πίσω της κανένα ίχνος. Έτσι χάνεται και το προσωπικό αποτύπωμα που φιλοδοξούν να αφήσουν οι άνθρωποι, όταν τα όνειρά τους ματαιώνονται από τον ρου των γεγονότων, πριν προλάβουν να γίνουν συλλογικές προοπτικές. Το παράξενο –αλλά και μαγικό– είναι πως υπάρχει μια κοινή ονομασία για τους σχηματισμούς που παίρνουν οι κρύσταλλοι του χιονιού και για τις συνάψεις των νευρώνων του εγκεφάλου που, ανάλογα με το εάν είναι ενεργοί, κρατούν ή όχι τις μνήμες μας: λέγονται «δενδρίτες».
Αυτή την ανοίκεια λέξη διάλεξε για τίτλο του βιβλίου της η Παπαδάκη, κι αυτή είναι η καλύτερη εισαγωγή στο θέμα της. Διότι στους Δενδρίτες (εκδ. Πόλις) μάς μιλά για τα όνειρα που απαξιώνονται, για τις ψευδαισθήσεις που διαλύονται, για τα σχέδια που καταρρέουν και για τις χαμένες γενιές και τις χαμένες μνήμες σε εποχές αβεβαιότητας, όπως είναι η σημερινή.
