Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Στη «Νίκη» το πρώην σοφό παιδί, φαίνεται ότι έχει πια εισέλθει σε ωριμότερη φάση, από κάθε άποψη. Στα 48 του πια ο Χρήστος Χωμενίδης έρχεται  αντιμέτωπος με τη μνήμη και τις ιστορίες που ξεπηδούν μέσα από αυτήν, καλές και κακές. Σε πρώτο πλάνο, με την οικογενειακή μνήμη, αυτή που δημιουργεί την μικρή Ιστορία. Σε δεύτερο, τη συλλογική, αυτήν που δημιουργείται από την  μεγάλη Ιστορία. Σε τρίτο πλάνο, με  την μακρόσυρτη, πολυκύμαντη, και πολύπονη Ιστορία της ελληνικής Αριστεράς.
 Αφετηρία όλων των παραπάνω ένα μοναδικό, κομβικό για τον καθένα μας   γεγονός , φυσικά  και για τον συγγραφέα: Ο θάνατος της μητέρας του, Νίκης, το 2008. 

Η «Νίκη» είναι βασισμένη στη ζωή της μητέρας τού Χρήστου Χωμενίδη,  βιωματικό λοιπόν αφού ο όρος τείνει να αντικαταστήσει το αυτοβιογραφικός και έχει προκαλέσει ολόκληρη συζήτηση ήδη από τη δεκαετία του 1970. Ένας συγγραφέας αφορμάται από οικογενειακές ιστορίες ή γεγονότα, η και πρόσωπα οικογενειακά του, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε «αυτοβιογραφικά» τα μυθιστορήματά του. Πιο κοντά, σε κάποιες περιπτώσεις,  θα μπορούσε να είναι ο όρος «βιωματικά» με την έννοια που του έχει προσδώσει ο Γιώργος Ιωάννου [1927-1985]. 
Στην περίπτωση ωστόσο της «Νίκης» πιστεύω ότι ελάχιστα μπορεί να ισχύει ο όρος αυτοβιογραφικός  και σε καμιά περίπτωση ο όρος βιωματικός. Ο Χωμενίδης όχι μόνον δεν έχει ζήσει τίποτα από όσα αφηγείται μέσω της ηρωίδας του αλλά, επί πλέον,  ανήκει στην πρώτη γενιά που δεν την άγγιξε ούτε καν η ατμόσφαιρα  των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων της  δεκαετίας του 1970. Το μόνο βιωματικό στοιχείο που ανιχνεύεται- και μάλιστα στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος- είναι η σχέση του με την ετοιμοθάνατη Νίκη. Για να μπορέσει να αποφύγει, εξάλλου,  την οποιαδήποτε «αυτοβιογραφική» νότα ,  αλλά και την συναισθηματική εμπλοκή που  μπορεί να εκθρέψει μια χροιά μελοδραματισμού  στο μυθιστόρημα αφενός, ή να υποκύψει στη γοητεία των πολλών πραγματολογικών στοιχείων που η εποχή στην οποία αναφέρεται προσφέρει αφετέρου, ο Χωμενίδης εφευρίσκει το αφηγηματικό εύρημα της απόστασης που του εξασφαλίζει η μετά θάνατον «ματιά» της Νίκης, η οποία –όπως άλλωστε λέγεται ότι μπορεί να συμβαίνει – αμέσως  μετά τον θάνατό της υπερίπταται και «ξαναβλέπει» ως μια ταινία εποχής την εξαιρετικά ταραγμένη ζωή της, προπαντός την παιδική, εφηβική και την πρώτη νεανική της, η οποία ταυτίζεται με την ακόμη πιο ταραγμένη πορεία της αριστερής οικογένειάς της. 
.
Δεν αντέχω τα βιβλία που από μέτριους συγγραφείς γραμμένα προσπαθούν να κλείσουν ανοιχτούς λογαριασμούς, με στόχο την κάθαρση μεταξύ ζώντων και τεθνεώτων. Πολύ χειρότερα όταν γράφονται για να καταγγείλουν, να εκδικηθούν,  να συμφιλιωθούν.....
Εδώ δεν συνέβηκε -ή εγώ δεν αισθάνθηκα κάτι από όλα αυτά.

Το μυθιστόρημα αφηγείται τις πορείες ζωής του Αντώνη Αρμάου και της Άννας, πατέρα και μητέρας της Νίκης, καθώς και των οικογενειών τους. Η "Νίκη" είναι η ιστορία ενός κοριτσιού γεννημένου σε μια οικογένεια αφοσιωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη.  Είναι  κόρη του «Αντώνη», του Βασίλη Νεφελούδη, ιστορικού στελέχους της Αριστεράς, αναδειγμένο σε ηγετική μορφή του χώρου χάρη στην αξία του, όχι σε κάποια κομματική οδηγία.
Γύρω από τους κυρίως πρωταγωνιστές κινείται μια πληθώρα προσώπων, αφενός των δύο οικογενειών –γιαγιάδες, παππούδες, αδέλφια κλπ- του κομματικού, και ευρύτερα πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος αφετέρου. Δεν υπάρχει κανείς που να λείπει. Από τους ακραιφνείς κομμουνιστές έως τους εθνικόφρονες διαφόρων αποχρώσεων, τους δωσίλογους και τους μαυραγορίτες, αλλά και φιγούρες πάμφτωχων ανθρώπων που – σε αντίθεση απ’ ό,τι φημολογείται- ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν όποιον τους πρόσφερε ένα ξεροκόμματο. Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες αναδεικνύονται μέσα από τα γεγονότα και το πώς δρουν η αντιδρούν απέναντι σ’ αυτά.
 Οι άνθρωποι της «Νίκης» είναι η Ιστορία της Ελλάδας στον 20ό αιώνα.
Στα θετικά του λοιπόν το ότι στο βιβλίο δεν  εξυμνούνται οι πατριώτες και οι υπόλοιποι παρουσιάζονται ως σκιάχτρα. Αντίθετα, κοιταγμένοι οι χαρακτήρες από απόσταση μοιάζουν να κερδίζουν ο καθένας την θέση του στο μυθιστόρημα χάρη στην αλήθεια τους.

Ο εν γένει «ανάλαφρος» αφηγηματικός τρόπος του Χωμενίδη- για τον οποίο έχει επικριθεί για  άλλα του μυθιστορήματα- εδώ, θεωρώ ότι είναι στα πλεονεκτήματα του μυθιστορήματος.

  Είναι λοιπόν η λογοτεχνία  ικανότερη να προσεγγίσει το παρελθόν; Μάλλον  ναι σε ευτυχείς περιπτώσεις,όπως αυτού του μυθιστορήματος.  Γιατί «η λογοτεχνία βάζει την κάμερά της στις ψυχές των ανθρώπων». Ουσιαστικά  πρόκειται για μια Νίκη της μυθοπλασίας πάνω στην πραγματική ιστορία, όχι της Νίκης, της γιαγιάς-μητέρας του συγγραφέα, αλλά της Ελλάδας ολόκληρης από το 1922 έως την αρχή της νέας χιλιετίας.

Τον είχα αδικήσει...